Ανάποδα [ 9 ]


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης

Ο ήχος όταν καίγεται το χαρτάκι κι ανάβει το τσιγάρο είναι εκπληκτικός. Όπως κι η πρώτη ρουφηξιά. Το είχε κάνει συνήθειο να κάθεται κάθε βράδυ στο μπαλκόνι του και να καπνίζει- πού και πού να πίνει και λίγο- ακούγοντας σταθερά Billie Holiday. Ό,τι κι αν τύχαινε να περάσει από τα αυτιά του, την Billie δεν την άλλαζε. Κι επειδή το μπαλκόνι του βρισκόταν στον πρώτο όροφο, ίσα ίσα λίγο πιο πάνω από τον δρόμο, χάζευε τους περαστικούς, αν τύχαινε και περνούσε κανείς δηλαδή.
Καθόταν λοιπόν και σκεφτόταν, έκανε απολογισμό της μέρας ή νικούσε σε φανταστικούς διαλόγους στο μυαλό του ιδρώνοντας πολλές φορές από τον ανεξήγητο θυμό που γεννιόταν μέσα του.
Ωστόσο υπήρχε ένα βάρος. Κάτι σαν απελπισία, κάτι σαν θρήνος ή απώλεια, κάτι που τέλος πάντων είχε κάτσει σαν βράχος μέσα στο στήθος του και δεν έλεγε να φύγει όσο κι αν το γύριζε στο μυαλό του. Κι ήταν παράλογο. Γιατί, φαινομενικά, όλα ήταν εντάξει. Την παρέα του την είχε, ο εφιάλτης είχε υποχωρήσει για τα καλά, ο ήλιος έλαμπε κι έκαιγε σαν την κόλαση κι έμοιαζε να υπάρχει μια μόνιμη καλοκαιρία πια. Ή τέλος πάντων ο καιρός ήταν πολύ πιο ισορροπημένος.
Αλλά.
Παρά όλο αυτό το φαινομενικό πάρτι θετικότητας κάτι του πήγαινε λάθος. Ο ίδιος ένιωθε ότι δεν ζούσε πραγματικά, ότι δεν βλέπει όντως τους ανθρώπους γύρω του ουσιαστικά. Σαν κάτι να κρατούσε τα πάντα σε μια απόσταση, όλα έμοιαζαν επιτηδευμένα, λες κι ήταν σκηνικό. Ένιωθε σαν να παίζει σε ταινία του Γούντι Άλλεν ένα πράγμα. Κι ο ήλιος ακόμη, όσο λαμπρός κι αν ήταν, δεν έμοιαζε αληθινός, αλλά στεκόταν εκεί σαν πλαστικός, λες και δεν είχε ζωή μέσα του. Αντίθετα κάθε φορά που τύχαινε να βρίσκει συννεφιά- σπάνια πλέον- κοιτούσε στον ουρανό και μέσα στα σύννεφα χτυπούσε μια καρδιά.


Επαναλάμβανε στον εαυτό του: «Όλα θα φτιάξουν ακόμη περισσότερο. Με τον καιρό πιο αληθινός θα φαίνεται ο κόσμος κι οι άνθρωποι γύρω πιο προσιτοί.»
Ήταν ψέμα και το καταλάβαινε. Κι όσο περνούσε ο καιρός δεν φαινόταν αυτό το ψέμα που μονολογούσε, να έχει τη  διάθεση να γίνει συνήθεια και αλήθεια.
Οι άνθρωποί του τον νοιάζονταν, αυτό ήταν αλήθεια. Μα πότε βρέθηκαν δίπλα του; Πολλοί εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν ανάλογα με την παρουσία ή την απουσία της χίμαιρας. Αν παρατούσε τα γυαλιά του, αν η φρικτή εκείνη ασθένεια επανερχόταν, πράγμα που ήδη τον τρομοκρατούσε, τότε τι θα συνέβαινε;
Σκεφτόμενος όλα αυτά ούτε που κατάλαβε πως είχε πλύνει ήδη τα δόντια του και είχε βρεθεί στο κρεβάτι με το ένα χέρι περασμένο μέσα στο εσώρουχο και το άλλο απλωμένο πίσω από το κεφάλι του.
Πολλές φορές τέτοιες σκέψεις κυριαρχούσαν στο μυαλό του, μα σήμερα είχαν βαρέσει κορυφή. Έβγαλε τα γυαλιά του προσεκτικά και τα ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα του. Ίσως να έφταιγε που δεν έκανε κάτι παραγωγικό, δημιουργικό και το μυαλό του έτσι αρπαζόταν από το παρελθόν και από άθλιες σκέψεις. Πήρε ένα εξώφυλλο βιβλίου, από αυτά τα χάρτινα που είναι σαν περιτυλίγματα, και το έστησε μπροστά από το φως της λάμπας στο κομοδίνο γιατί, εντάξει είχε ένα φόβο για το σκοτάδι, αλλά δεν ήθελε και να τον χτυπάει το φως στο πρόσωπό του όσο κοιμόταν. Γύρισε στο πλάι, έκλεισε τα μάτια κι ύστερα από λίγο μέσα στο μυαλό του απλώθηκε σιωπή.

Συνεχίζεται-

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s