-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Αφού τελείωσε η παράδοση του πρωινού μαθήματος και η ώρα έδειχνε κιόλας μεσημέρι, αποφάσισε να κατέβει στο εστιατόριο της σχολής του για να φάει, αφού βαριόταν υπερβολικά να μαγειρέψει στο σπίτι. Άλλωστε είχε καιρό να φάει εκεί και θα ήταν κατά κάποιο τρόπο διασκεδαστικό να δοκιμάσει ξανά το φαγητό του εστιατορίου. Διασκεδαστικό ή επίπονο, θα έδειχνε η συνέχεια. Χαιρέτησε λοιπόν τα άτομα με τα οποία έκανε παρέα μόνο όσο διαρκούσε το μάθημα και κατευθύνθηκε στους κάτω ορόφους.
Περίμενε στην τεράστια ουρά που είχε δημιουργηθεί μπροστά από τους πάγκους που σερβίρονταν τα φαγητά, όταν πρόσεξε στα τραπέζια που κάποιοι ήδη έτρωγαν, μια γνωστή φυσιογνωμία. Ήταν ένας νεαρός, αποκομμένος από τις πολλές παρέες που είχαν μαζευτεί και πλημμύριζαν τον χώρο, που καθόταν σε ένα απόμερο γωνιακό τραπέζι και έτρωγε διαβάζοντας ένα βιβλίο. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε και του τράβηξε την προσοχή ήταν πώς μπορεί κάποιος να τρώει και να διαβάζει ταυτόχρονα βιβλίο. Εντάξει να παρακολουθείς κάτι χαλαρό ή να διαβάζεις ένα περιοδικό, αλλά το βιβλίο απαιτεί μια προσοχή την οποία ο ίδιος μπορούσε να δώσει μόνο στο πιάτο που βρισκόταν μπροστά του.
Έπειτα είχε την εντύπωση ότι κάπου τον είχε ξαναδεί, πως ήταν μια γνωστή μορφή που έβλεπε όταν τριγύριζε στη σχολή ψάχνοντας την αίθουσα κάποιου μαθήματος. Ήταν η χαρακτηριστική μορφή ενός νέου αδύνατου, που δεν κέρδιζε την προσοχή με τον αέρα του, που φορούσε μόνιμα μαύρα ρούχα και δεν έδινε μάλλον πολλή σημασία στους γύρω του. Κοντολογίς παρείσακτου.
Αυτό, όμως, που τον κέντρισε έντονα ήταν η εντύπωση που του προκάλεσαν τα γυαλιά που φορούσε ο νέος. Πράγματι αν και έμοιαζαν με απλά γυαλιά μυωπίας, όπως αυτά που φορούν ένα τσούρμο άλλοι άνθρωποι, το σχήμα τους και οι φακοί τους, τους οποίους ομολογουμένως δεν μπορούσε να προσέξει καλά από τέτοια απόσταση, είχαν μεγάλη ομοιότητα με αυτά που φορούσε και ο ίδιος ο Χ.
Απλώνοντας αυτές τις σκέψεις είχε ήδη έρθει η σειρά του στην εξυπηρέτηση και δεν κατάλαβε πότε είχε πάρει τον δίσκο και καθόταν με το φαγητό του σε ένα τραπέζι για δύο. Ωστόσο συνέχισε να παρατηρεί τον νεαρό, κάπως διακριτικά για να μην προδοθεί, τρώγοντας ταυτόχρονα βιαστικά από το πιάτο του.
Άρχισε έτσι, μην έχοντας κιόλας κάτι καλύτερο να κάνει, να δημιουργεί φανταστικές εικόνες σχετικά με το πώς ζούσε το αντικείμενο παρακολούθησης, και να του προσδίδει διάφορα χαρακτηριστικά που θα ταίριαζαν με την εξωτερική του εμφάνιση. Του είχαν άλλωστε προξενήσει μεγάλη περιέργεια τα γυαλιά που φορούσε και έτσι δεν άργησε να του γεννηθεί η επιθυμία να γνωρίσει τον νεαρό για να πάρει περισσότερες πληροφορίες και να δει αν ταίριαζαν οι φανταστικές του εικόνες με την πραγματικότητα. Βέβαια ένα μεγάλο εμπόδιο σε αυτό ήταν ότι ο ίδιος δεν έκανε ποτέ την πρώτη κίνηση για να γνωρίσει κάποιον. Αλλά σταδιακά έπεισε τον εαυτό του πως πρώτον δεν είχε τίποτα να φοβάται πλέον στη σχέση του με τους άλλους, και δεύτερον ότι η περιέργειά του ήταν τόση που ξεπερνούσε τις ανασφάλειες και τις αναστολές του.
Η ευκαιρία δεν άργησε να έρθει, όχι τότε, αλλά μια επόμενη φορά, μάλιστα μετά από μερικές ημέρες, όταν στο λεωφορείο προς το εστιατόριο ο νέος βρέθηκε ξανά μπροστά του. Σε όλη τη διαδρομή ο Χ. ετοίμαζε τον διάλογο της προσέγγισης στο μυαλό του. Όταν λοιπόν κατέβηκαν και άρχισαν να προχωρούν, σε κάποιο σημείο που περπατούσαν σχεδόν μόνοι τους, έκανε την κίνηση ρωτώντας τον αν παρακολουθούσε τον προηγούμενο μήνα ένα μάθημα, αυτό της Μεταφυσικής, στη φιλοσοφία. Ο νεαρός που προχωρούσε πιο μπροστά, γυρνώντας λίγο σαστισμένα προς τα πίσω για να δει το πρόσωπο που τον ρωτούσε, απάντησε καταφατικά και περίμενε την συνέχεια.
«Σε θυμάμαι και δεν ήξερα αν όντως θυμόμουν καλά, γι’ αυτό ρωτάω», συνέχισε ο Χ. με κάποια αμηχανία.
Αφού συστήθηκαν, βρέθηκαν λοιπόν να περπατούν μαζί προς το εσωτερικό του κτιρίου. Ξεκίνησαν να μιλούν αραιά, όσο περίμεναν στην πάντα μεγάλη ουρά, και στη συνέχεια αποφάσισαν να καθίσουν μαζί, κυρίως γιατί κανείς δεν τολμούσε να πει ότι ήθελε να φάει μόνος του με την ησυχία του.
Η κουβέντα ήταν προφανώς συγκρατημένη, όπως κυλάει συνήθως ανάμεσα σε δύο άτομα που δεν έχουν ιδέα ο ένας για τον άλλον, προσπαθούν να συμφωνούν σε όλα για να μην υπάρξει κάποια απροσδόκητη ένταση και η όλη προσπάθεια είναι να χαρακτηρίσεις τον άλλον, να προσλάβεις ορισμένα στοιχεία που θα δημιουργήσουν μια εντύπωση στο μυαλό σου, ανεξάρτητα αν είναι τελικά σωστή ή λανθασμένη. Αυτός που βρίσκεται απέναντί σου σε αυτές τις στιγμές αποτελεί «άγνωστη γη» την οποία θέλεις να εξερευνήσεις, αναζητώντας οικεία στοιχεία, και στην οποία φέρεσαι ήπια ελπίζοντας να σου φερθεί κι εκείνη ήπια. Μιλούσαν κυρίως για τη σχολή, για κοινούς φίλους που μπορεί να είχαν και για την υποτιθέμενη πρόοδο τους με τα μαθήματα, για την ιστορία ενός κοινού τους γνωστού, φοιτητή φιλοσοφίας που, αν και δεσμευμένος, είχε ξελογιαστεί με μια συμφοιτήτριά του στο τμήμα του, επειδή λέει «ήταν από τις λίγες που είχαν πάθος πραγματικό για το αντικείμενο», συνεπώς θα ταίριαζαν απόλυτα. Όλο αυτό χωρίς βέβαια να την έχει ακόμη γνωρίσει κανονικά. Εν πάση περιπτώσει, αφού έφαγαν και κάθισαν λίγο ακόμη συζητώντας για τα γύρω γύρω της καθημερινότητάς τους, έφυγαν και χωρίστηκαν στην έξοδο με την αμοιβαία αίσθηση πως κάτι νέο είχε παραχθεί και την πάγια υπόσχεση ανάμεσα σε δύο γνωστούς της συνάντησης για καφέ.
–Συνεχίζεται-