–στα λόγια η Πένυ Καραγεωργίου
Ξημερώνει
κι ετεροχρονισμένα
αναζητώ τα χέρια σου να με σφίξουν στις ανατριχίλες
να κοιμηθώ.
Σε είδα πριν μερικές μέρες
στο μεταίχμιο της νύχτας και της μέρας
στο μεταίχμιο μεταξύ μας
μεταξύ έρωτα και πλήξης
μεταξύ του «πέφτω» και του «πιάσε με»
κι ήταν πάλι ξημερώματα
κι η νύχτα είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα τα ουσιαστικά
και με ξεγελά·
δεν ήμουν σίγουρη πως ήσουν εσύ
ή κάποιος ξένος που θύμιζε κάτι που ήταν κάποτε δικό μου
στη ζάλη των ημερών
ανάμεσα σε φάρμακα κι αλκοόλ και μπαρ με φωτισμό χαμηλό
είναι εύκολο να μπερδευτείς
—
σε είδα πριν μερικές μέρες
αλλά δεν ξέρω αν ήσουν εσύ
ήταν σίγουρα κάποιος που σου έμοιαζε
κι ήταν κουρασμένος
κουρασμένος κι όχι δικός μου.
Με το πρώτο φως του ήλιου χάθηκε το φως απ’ τα μάτια του
αλλά ίσως ήταν κι οι λάμπες του δρόμου
—
σε είδα πριν μερικές μέρες και
σήμερα όπως έπεφτα για ύπνο κάτι μ’ έτρωγε και δε μπορούσα.
Έψαξα πολύ τα χέρια σου
και το κρεβάτι που άλλοτε μέσα απ’ τους φακούς της απώλειας έβλεπα τεράστιο
δε με χωρούσε
και κατάλαβα πως
δεν έχει νόημα να σε ψάχνω σε κρεβάτια που δε χωράς
ή σε μπαρτέντερ που καμιά φορά
–κάτω από συγκεκριμένο φως
και συγκεκριμένη γωνία
αν γυρίσεις και κοιτάξεις απότομα–
σου μοιάζουν
και κάνουν την καρδιά μου να χάνει 3 χτύπους μαζί
γιατί δεν υπάρχεις εσύ και τα χέρια σου να μ’ αγκαλιάσουν πριν κοιμηθώ
κι έτσι απόψε θα πέσω με μια φαγούρα
και θα επιμείνω να λέω «απόψε» κι ας έχει ήδη ξημερώσει.
Μόνο αυτό για το τέλος και μετά θα φύγω:
μαζί σου ο ύπνος μ’ έπαιρνε χωρίς υπνωτικά.
–φωτογραφία από Pinterest–