–στα λόγια η Πένυ Καραγεωργίου
«Φεύγεις» λες
και κλείνεις την πόρτα πίσω σου.
Ξαπλώνω στο νεκροκρέβατο.
Ακούω ακίνητη τη βρύση να τρέχει.
Ταπ
Ταπ
Ταπ.
Ακούω το ρολόι.
Τικ
Τικ
Τικ.
Ακούω τα πουλιά έξω.
Ξημερώνει.
Κι ο κόσμος αρχίζει να τρέχει.
Κι εγώ νεκρικά άκαμπτη,
ακούω τα πάντα
κι η σχιζοφρένεια μού κόβει ένα κομμάτι της να δοκιμάσω.
Ακούω τις καμπάνες·
για τι χτυπάνε;
Δε ξέρουν πως ο κόσμος τελείωσε;
Κι εγώ αφού δε με βλέπεις δεν υπάρχω
εξαφανίζομαι στον αέρα,
με βρίσκεις στα βάθη της αβύσσου,
στο τέλος του γκρεμού κοιτώντας κάτω,
στο συρτάρι με τις μονές κάλτσες,
ακούω το αίμα μου να ρέει.
Τι σημασία έχει;
Γιατί να υπάρχω αν δεν είμαι αυθεντική;
Ό,τι έχω πει κι ό,τι ποτέ θα σκεφτώ να πω
έχει ήδη ειπωθεί.
Κάνω να περπατήσω κι απλώνονται μπροστά μου εκατομμύρια
πατημασιές.
Η σκέψη πως δε θα ‘χω ποτέ κάτι δικό μου μ’ αηδιάζει.
Με πετά στα βάθη της αβύσσου,
στο τέλος του γκρεμού κοιτώντας κάτω,
στην αθέατη πλευρά του ήλιου,
συμβιβάζομαι (με την ευτυχία σου) σημαίνει:
σκοτώνω τον εαυτό μου τρεις φορές.
Χαρίζεται άδειο κορμί
σ’ όποιον το θέλει για λίγες ώρες.
Απλά να μην το νιώθω άδειο.
Η άδεια σου πλευρά μ’ ανατριχιάζει.
Η ιδέα πως είπες «φεύγω» κι έκλεισες πίσω σου την πόρτα,
σαν να το ‘κανες από πάντα,
μου κλείνει τα μάτια,
κι απλώνει πάνω μου το σάβανο.
–φωτογραφία από Pinterest–