Αράζοντας με την Τζόπλιν στην ταράτσα του Chelsea Hotel | Utopia Avenue, του David Mitchell


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης


Μπορούμε στ’ αλήθεια να αλλάξουμε τον κόσμο

ή ο κόσμος αλλάζει εμάς;


Κατά ένα παράξενο τρόπο, το να πάρω την απόφαση να γράψω κάτι για αυτό το βιβλίο μου πήρε πολύ περισσότερο χρόνο απ’ όσο μου πήρε να το διαβάσω. Κι αυτό, όχι γιατί ήταν απαραίτητα ένα αριστούργημα ή γιατί ήταν ξέρω γω ένα κακό βιβλίο, αλλά επειδή με επηρέασε με έναν τρόπο που ακόμη δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια. Το βέβαιο είναι ότι μήνες μετά την ανάγνωσή του παραμένει κάπως η αίσθησή του και η αύρα του στο κεφάλι μου, όχι απαραίτητα σε έναν βαθμό προφανώς αντιληπτό αλλά μάλλον ως ένα σκηνικό, μια ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αντιλαμβάνομαι τις σκέψεις μου. Όμως, από την αρχή: Το Utopia Avenue, μυθιστόρημα  του David Mitchell, εκδόθηκε το 2020 και τον Νοέμβριο του 2021 μεταφέρθηκε στα ελληνικά από τη Μαρία Ξυλούρη και τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Παρόλο που το πήρε το μάτι μου σχεδόν από την αρχή, άργησα να το αγοράσω, κυρίως λόγω κάποιων χαρακτηριστικών του, αλλά θα τα πούμε και στη συνέχεια.

Η ιστορία έχει ως εξής: ο Ντιν Μος είναι ένας νεαρός τυπάκος που ζει στο Λονδίνο το 1967. Έχει φύγει από το πατρικό του, δουλεύει σε μια καφετέρια-φαγάδικο και προσπαθεί να βγάλει τα προς το ζην για να πληρώνει το ενοίκιό του, τις υποχρεώσεις και τις διασκεδάσεις του. Αλλά δεν προσπαθεί μόνο αυτό· ο Ντιν έχει επίσης μια μεγάλη φιλοδοξία να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική, να μπορέσει να ζήσει από αυτή και να γίνει ένα ίνδαλμα όπως εκείνα που θαυμάζει και ο ίδιος. Μετά από μερικές ατυχίες που παρουσιάζονται στην αρχή της αφήγησης και θα μπορούσαν ομολογουμένως να στείλουν κάποιον στη φυλακή ή στο ψυχιατρείο από ενδεχόμενο ξέσπασμα (είναι αυτό που λες «σταματήστε τη γη να κατέβω» ένα πράγμα), η «τύχη» επιτέλους κάπως χαμογελάει στον Ντιν και γνωρίζει τον Λέβον, έναν μάνατζερ μουσικών, ο οποίος έχει ένα στόχο στο μυαλό του: να φτιάξει την τέλεια μπάντα. Με τα πολλά και τα λίγα ο Λέβον, λοιπόν, συγκεντρώνει γύρω του 4 πρόσωπα που θεωρεί ως τα καμάρια της υπόγειας σκηνής του Λονδίνου εκείνη την εποχή· τον Ντιν που παίζει μπάσο και έχει μπλουζ επιρροές, την Ελφ Χαλογουέι, μια φολκ τραγουδίστρια, τον Γκριφ, ντράμερ από το χώρο της τζαζ και τον βιρτουόζο κιθαρίστα Γιάσπερ Ντε Ζουτ, που κουβαλά στη μουσική του την ψυχεδέλεια της εποχής. Συνδυασμός φωτιά θα έλεγε κανείς. Αυτοί οι τέσσερις, λοιπόν, μαζί με τη βοήθεια του Λέβον μπαίνουν στο στούντιο και ηχογραφούν, γράφουν, συνυπάρχουν, πέφτουν σε παγίδες, γνωρίζουν αποτυχίες και κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να φτάσουν από κάποια απλήρωτα λάιβ σε φοιτητικές εστίες στην επιτυχία και στην νούμερο ένα θέση των τσαρτς. Αλλά ποιο είναι το τίμημα για όλο αυτό, πού σε οδηγεί αυτός ο δρόμος και τι θέση έχουν οι προσωπικές πορείες του καθενός σε αυτό το ταξίδι;

Ο Mitchell φτιάχνει με τους Utopia Avenue και την ιστορία τους μια πανέμορφη τοπογραφία των δεκαετιών του ’60 & ’70 (εποχή που προσωπικά με γοητεύει πάρα πολύ) και της κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής. Από την αφήγησή του παρελαύνει ένα τσούρμο γνωστών προσωπικοτήτων της εποχής (μαγεία να βρίσκεσαι σε ιδιωτικό λάιβ της Τζόπλιν στην ταράτσα του Chelsea Hotel ή να αράζεις σε πάρτυ με τον Γκίνσμπεργκ) αλλά δεν μένει μόνο εκεί· οι ήρωες μάς παίρνουν μαζί τους σε κοινωνικά συμβάντα που χαράχτηκαν στη συλλογική μνήμη, γινόμαστε μάρτυρες και της άλλης όψης του νομίσματος της εποχής «ελεύθερος έρωτας-άπειρα ναρκωτικά-μουσική», ζούμε τις προσωπικές αγωνίες τους στην πορεία προς την επιτυχία ή την προσωπική εξιλέωση. Θα παραβλέψω ένα τέρμα ψυχεδελικό σημείο του βιβλίου που είναι μεν απολύτως συμβατό με την αφήγηση, πολύ εκτενές για τα γούστα μου δε, σε βαθμό που κούρασε, και θα τελειώσω με το εξαιρετικό δείγμα μουσικής της εποχής που εντάσσεται στην αφήγηση τόσο επιδέξια, όσο το να κάθεσαι σε ντάινερ (ναι, διαβάστε το με την αγγλική προφορά) μια Κυριακή πρωί και να απολαμβάνεις τον καφέ σου ενώ παίζει από τα ηχεία Jefferson Airplane. Γενικά, όλο το βιβλίο ζωντανό και βιωματικό όσο μια ταινία.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Mitchell είναι φυσικά απλή, η αφήγηση κυλάει  υ π έ ρ ο χ α  κι έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον που μέσα στο κείμενο παρεμβάλλονται οι στίχοι του συγκροτήματος βγαλμένοι από μια ιστορία που έχεις μόλις διαβάσει στο προηγούμενο κεφάλαιο. Η κύρια ιστορία κινείται μεν γραμμικά, αλλά ο συγγραφέας, σχεδόν εναλλάξ με αυτήν, παραθέτει το παρελθόν των ηρώων και το πώς κατέληξαν στο σημείο ακριβώς που εμείς τους συναντάμε. Επίσης, φοβερή δουλειά από τη μεταφράστρια Μαρία Ξυλούρη, φοβερή· από τις λίγες φορές που η παρουσία τ@ μεταφραστ@ είναι τόσο διακριτικά συμπαγής και φανερή, με τις παρεμβάσεις, τις σημειώσεις και τις επιλογές, σε βαθμό που κάπως αποτελεί μέρος του βιβλίου λίγο περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως.

Στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, το βιβλίο είναι λίγο ένα ζόρι. Καταλαβαίνω ότι ο όγκος του ήταν μάλλον απαγορευτικός για μικρότερο σχήμα (είναι 15×23 και κάτι παραπάνω από 700 σελίδες) αλλά η αλήθεια είναι ότι η ανάγνωσή του δεν είναι και ιδανική στο λεωφορείο ας πούμε. Θέλει το χώρο του, θέλει το άραγμά του και δεν είναι να το κουβαλάς κι εύκολα. Το χώρισμα των μερών του βιβλίου και των κεφαλαίων σε δίσκους και κομμάτια αντίστοιχα, εξαιρετικό. Γραμματοσειρά όμορφη, απλή, ξεκούραστη, αλλά τα κενά των σελίδων πάνω-κάτω δίνουν μια αίσθηση μπουκώματος. Το εξώφυλλο, ΕΞΩΦΥΛΛΑΡΑ, δεν θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα όλο το βάιμπ και την ατμόσφαιρα της εποχής που πραγματεύεται (να ένας λόγος που μου τράβηξε το μάτι εξ αρχής), αλλά το γυαλιστερό υλικό (παρόλο που, φαντάζομαι επιλέχθηκε για λόγους πρακτικούς, π.χ για να μην τσακίζει το βιβλίο, είναι και 700 σελίδες ζωή να ‘χει) κάπως μου το χάλασε το όλο βάιμπ και να ένας λόγος που άργησα να το αγοράσω, εξώφυλλο και σχήμα. Με λίγα λόγια το εξωτερικό του πράγματος είναι ένα ΝΑΙ αλλά κι ένα όχι.

Το bottom line: Αν έχεις κι εσύ ψύχωση με τα 60s-70s, την ανερχόμενη ροκ σκηνή της εποχής και θα ήθελες κάποιες φορές να ζήσεις για λίγο εκεί, ε το Utopia Avenue πάρ’το χθες.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s