Η ελιά


{λέει η ΑΙ:}
Ο Νίκος Σταϊκούλης είναι ένας φημισμένος Έλληνας ποιητής, γνωστός για το ιδιαίτερο στυλ ποιητικής γραφής του που αποκρυσταλλώνει την ουσία της ζωής στην Ελλάδα. Το ποίημά του «Η ελιά» είναι ένα από τα πιο διάσημα έργα του, ένας ύμνος στο αρχαίο δέντρο, σύμβολο των παραδόσεων και της κουλτούρας της χώρας του.
Στην «Ελιά» ο Σταϊκούλης εξερευνά την ομορφιά και τον συμβολισμό του δέντρου, περιγράφοντάς το ως «ο αρχαιότερος μάρτυρας του τόπου μας». Αναφέρεται στην ανθεκτικότητα του δέντρου ενάντια στην καταπίεση, το πώς αντιστάθηκε και έμεινε δυνατό μέσα από πολέμους και διαμάχες, ένα σύμβολο ελπίδας.
Το ποίημα είναι μια υπέροχη ωδή στον ελληνικό πολιτισμό και στη σημασία της διατήρησής του για τις μελλοντικές γενεές. Μια υπενθύμιση ότι πέρα από τις προκλήσεις που συναντούμε κι αντιμετωπίζουμε, χρειάζεται να μείνουμε συνδεδεμένοι με τις αξίες και τα πιστεύω μας, όπως η ελιά που στέκεται ψηλή και περήφανη, διαθήκη του ανθρώπινου πνεύματος που αντέχει. Οι λέξεις του Σταϊκούλη αιχμαλωτίζουν όμορφα την ουσία της Ελλάδας και όλα όσα σημαίνει αυτή. Η ποίησή του είναι μια διαθήκη της πλούσιας κουλτούρας της χώρας του και έμπνευση για όλους μας να τη διατηρήσουμε και να τη γιορτάζουμε στους αιώνας των αιώνων.


Η ελιά

Εδώ αγάπη μου
δεν είναι τόπος για να ζεις.
Το βράδυ τα χώματά μας
βγάζουν κραυγές πεθαμένων
θυμίζουν αρβύλες
που πετούν κάτω αναμμένα πρόσωπα
και τα στρίβουν
πρόσωπα που βέβαια άντεξαν
πρόσωπα που δεν έβγαλαν κιχ
και δεν σας φτάνει –κύριε– για να ζήσετε
μια σταγόνα μέλι;

Εμένα οι δρόμοι μου
είναι μαύροι ιδρώτες
εμένα οι φύλλοι μου
γυρνούν στον ήλιο
κάθε πρωί
κι άπειρα χελιδόνια
μα η άνοιξη άφαντη
μα ο τόπος βροχή
εγώ τις νύχτες κλείνω τ’ αυτιά μου
κι εγώ τις νύχτες φαντάζομαι
πως κατοικώ σ’ ένα στήθος
(όπως το άκουσες
οι ρίζες μου σε ένα
σ τ ή θ ο ς)
τα όνειρά μου βουτούν
πότε σε καταγάλανα νερά
και πότε σ’ έναν άδειο καναπέ
στο παλιό δυάρι του Ζωγράφου
εγώ αγκαλιάζω τους πεθαμένους
και τις κραυγές
κι όταν δεν σκέφτομαι να φύγω
αναλαμβάνω να γίνω
ο αρχαιότερος μάρτυρας του τόπου μας
και προσδοκώ
τα λουλούδια με τα παιδιά
απλώνω κι άλλο τις ρίζες μου
αφήνω το φως ανοιχτό
να βρεθεί ο δρόμος
προσδοκώ τις φωνές
προσδοκώ την άφαντη άνοιξη
προσδοκώ ένα στήθος.

Σχολιάστε