They Could Have Danced All Night


Στις 21 Ιουνίου του 1959, ώρα 9 παρά δέκα το βράδυ, οι Ραούλ και Ρικάρντο Μπρούνο έφταναν με το αυτοκίνητο στο σπίτι του κύριου Τ., σε έναν μικρό δρόμο στην Νέα Ορλεάνη, 20 λεπτά μακριά από το μοτέλ που έμεναν. Δεν θα έλεγε κανείς ότι έμοιαζαν πραγματικά με αδέρφια. Ο Ραούλ, καθισμένος και αμίλητος στη θέση του συνοδηγού, ήταν ένας εύσωμος και ψηλός τύπος, γεροδεμένος, με γυαλιά, περιδέραιο στο λαιμό και δαχτυλίδι στο χέρι του. Ο Ρικάρντο, ο οδηγός, ένας κοντός και αδύνατος άνδρας, με λευκό πουκάμισο και μπεζ στενό παντελόνι με τιράντες, κοίταζε μπροστά το δρόμο και τραγουδούσε δυνατά. Το μόνο που ήταν κοινό πάνω τους ήταν το μουστάκι που είχαν κι οι δύο πάνω από τα χείλη τους.
Ήταν η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, φήμες ήθελαν ήδη τον κόσμο να καταστρέφεται ακριβώς εκείνο το βράδυ λόγω μιας αρχαίας προφητείας του πολιτισμού των Μάγια, και ο ουρανός έχανε σιγά σιγά το χρώμα του και βυθιζόταν σε ένα παχύ μαύρο, προμηνύοντας ένα ολοκάθαρο βράδυ που θα φωτιζόταν μόνο από τις καρφίτσες που κρατούσαν το στερέωμα ψηλά. Αν όλα αυτά δεν ήταν ήδη κάπως σημαδιακά, τότε το γεγονός ότι έλαβαν μια πρόσκληση στο δωμάτιό τους για ένα μυστήριο πάρτι, την ίδια εκείνη μέρα, ενώ είχαν μόλις φτάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, έκανε σίγουρα πιο παράξενα τα πράγματα.

Ο Ρικάρντο έσβησε τη μηχανή, έκλεισε το ραδιόφωνο που εκείνη τη στιγμή έπαιζε το «A Fool Such As I» του Elvis Presley (η φήμη του οποίου ήδη είχε φτάσει στις άκρες του κόσμου), και ξεκίνησε να περπατά με τον Ραούλ προς το σπίτι του κύριου Τ. Δεν αντάλλαξαν πολλές κουβέντες ούτε στη διαδρομή ούτε τώρα, γιατί ήταν ήδη κάπως ανήσυχοι με αυτά που είχαν συμβεί και με τις απροσδόκητες εξελίξεις που είχαν προκύψει. Χτύπησαν το κουδούνι και ανέβηκαν μια σκάλα για να βρεθούν στη βεράντα του σπιτιού, στον πρώτο όροφο. Στην πόρτα τους υποδέχτηκε ένας τύπος με μακριά μαλλιά, σκούρα ρούχα, καπέλο και μια κόκκινη μύτη κλόουν στο πρόσωπό του.
«Καλησπέρα.»
«Καλησπέρα. Είστε ο κύριος Τ.;», μίλησε πρώτος ο Ρικάρντο.
«Όχι. Είστε για το πάρτι;»
«Μάλιστα. Ο οικοδεσπότης;»
«Δυστυχώς δεν γνωρίζω πού βρίσκεται. Όταν ήρθα η πόρτα ήταν ήδη ανοιχτή και το σπίτι άδειο. Το μόνο που υπάρχει είναι μερικά ποτά στο μπαρ και ένα μηχάνημα που παίζει ασταμάτητα μουσική.»
«Κατάλαβα. Λάβατε κι εσείς κάποια πρόσκληση, λοιπόν;»
«Ναι, την βρήκα ξαφνικά μέσα στο καμαρίνι μου, σε ένα διάλειμμα από τα γυρίσματα.»
«Μα, με συγχωρείτε, είμαι αγενής. Το όνομά σας; Τι επαγγέλλεστε;», ρώτησε ο Ρικάρντο βγάζοντας ταυτόχρονα την πίπα του από την τσέπη του παντελονιού του και γεμίζοντάς την με καπνό. Ο χώρος ήταν πλαισιωμένος από διάφορα φυτά μέσα σε γλάστρες, ένα μικρό τραπέζι υπήρχε στη μέση της βεράντας, ενώ μερικά κρεμασμένα φανάρια κι ένα επιδαπέδιο φωτιστικό έριχναν ζεστό, κίτρινο φως γύρω γύρω. Ο Ραούλ είχε ήδη προχωρήσει πιο μέσα και βρισκόταν κοντά σε έναν ψιλόλιγνο τύπο με γυαλιά και καρό πουκάμισο, που καθόταν ήσυχα σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού.
«Με λένε Τζόζεφ Κέιν, είμαι ηθοποιός. Για την ακρίβεια, κάνω ερασιτεχνικά τη δουλειά του ηθοποιού τα τελευταία τρία χρόνια, και βρέθηκα στην Νέα Ορλεάνη πριν περίπου τρεις μήνες όταν αποφάσισα να φύγω από τον τόπο μου. Είμαι από το Κάνσας βλέπετε.»
«Αχά, κατάλαβα. Και πάνω σε τι δουλεύετε την περίοδο αυτή;»
«Συμμετέχω σε μια βουβή κωμική ταινία…»
«Μα νόμιζα πως αυτή η τάση έχει πλέον ξεπεραστεί. Για αυτό και η αμφίεση;»
«Πράγματι. Ναι, γι’ αυτό, ήρθα κατευθείαν από το στούντιο, βλέπετε, βρίσκεται εδώ κοντά. Μα, εσείς;»
«Εγώ τι;»
«Πώς ονομάζεστε; Είστε από εδώ;»
«Είμαι ο Ρικάρντο Μπρούνο. Όχι, έρχομαι από την Ιταλία, από την πόλη της Νάπολης, αν την γνωρίζετε. Δεν βρίσκομαι παρά ελάχιστες μέρες στις Ηνωμένες Πολιτείες.»
«Και το επάγγελμά σας; Ο κύριος με τον οποίο ήρθατε μαζί;», είπε ο Τζόζεφ ρίχνοντας το βλέμμα του στην άλλη άκρη της βεράντας.
«Είναι ο αδερφός μου, ο Ραούλ. Εγώ είμαι συγγραφέας», είπε ο Ρικάρντο τραβώντας την ίδια στιγμή το φλασκί του από την πίσω τσέπη του παντελονιού του και κατεβάζοντας μια γουλιά από το ουίσκι που είχε, Southern Comfort, ποτό της πόλης στην οποία βρισκόταν εκείνη τη στιγμή. Έδειξε στον Τζόζεφ ένα ολόκληρο μπουκάλι από το ίδιο ποτό που κρατούσε στο χέρι του.
«Υπάρχει κάπου να αφήσουμε αυτό; Η πρόσκληση έλεγε να φέρουμε το δικό μας αλκοόλ.»
«Βεβαίως. Ακολουθήστε με.»

Ο Ραούλ, ο Τζόζεφ και ο Ρικάρντο

Άφησαν μαζί το μπουκάλι στο εσωτερικό του σπιτιού, στο μπαρ που περιελάμβανε ακόμα ένα μπουκάλι με ουίσκι κι ένα καρπούζι κομμένο στη μέση και γεμάτο με κάποιου είδους punch που κανείς δεν γνώριζε τι ακριβώς περιείχε. Έπειτα επέστρεψαν στους άλλους δύο παρευρισκόμενους.
«Όλα εντάξει;» είπε ο Ρικάρντο στον Ραούλ τραβώντας ταυτόχρονα μια ρουφηξιά καπνό από την πίπα του.
«Α, πίπα! Τι ωραίο πράγμα! Αν κάπνιζα ποτέ, θα κάπνιζα μόνο πίπα. Απίστευτο άρωμα», είπε ο ψιλόλιγνος τύπος, που τώρα είχε σηκωθεί, σκάζοντας ταυτόχρονα ένα χαμόγελο στον Ρικάρντο.
«Όλα μια χαρά. Από εδώ ο κύριος Κλιντ», είπε ο Ραούλ.
«Κλιντ Μπέικερ», επενέβη ξανά ο τύπος τείνοντας το χέρι του προς τον καπνίζοντα Ιταλό.
«Ρικάρντο, χάρηκα», απάντησε σφίγγοντας το χέρι του.
«Λοιπόν, μήπως γνωρίζετε εσείς που βρίσκεται ο οικοδεσπότης;», είπε ο Ραούλ, ρωτώντας μάλλον ταυτόχρονα τον Κλιντ και τον Τζόζεφ.
«Όχι, λυπάμαι, δεν έχω την παραμικρή ιδέα», απάντησε ο Κλιντ. «Εγώ έφτασα πριν λίγη ώρα και ο Τζόζεφ βρισκόταν ήδη εδώ. Και ευτυχώς, δηλαδή, γιατί τυχαίνει να γνωριζόμαστε με τον Τζόζεφ και αυτό έκανε τα πράγματα λιγότερο αμήχανα.»
«Γνωρίζεστε; Πώς;», ρώτησε ο Ραούλ.
«Έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν. Εγώ είμαι παρουσιαστής σε ένα μεγάλο κανάλι της χώρας, το NBC, και ο Τζόζεφ είναι ηθοποιός, οπότε καταλαβαίνετε πως βρεθήκαμε κάποια στιγμή σε κοινό στούντιο. Ο χώρος αυτός άλλωστε δεν είναι δα και τόσο μεγάλος, οι περισσότεροι γνωριζόμαστε μεταξύ μας», είπε ο Κλιντ ανταλλάζοντας ένα βλέμμα συνεννόησης με τον ηθοποιό που εκείνη τη στιγμή έβγαζε την κόκκινη μύτη από την πραγματική του για να αναπνεύσει λίγο καλύτερα.

Η Lil Green με την απαλή της φωνή στο Why Don’t You Do Right, που έπαιζε από ηχεία που δεν φαίνονταν στο χώρο, κάλυπτε τις ομιλίες των τεσσάρων ανδρών που είχαν βρεθεί τόσο παράξενα εκεί και προσπαθούσαν να γνωριστούν και να καταλάβουν γιατί παρευρίσκονταν σε εκείνη τη μάζωξη. Το φως είχε πλέον χαθεί ολοκληρωτικά από τον ουρανό και η νυχτερινή δροσιά έδινε τη θέση της στην αφόρητη ζέστη που είχε πλακώσει την πόλη τις προηγούμενες ώρες. Η κουβέντα είχε επεκταθεί σε θέματα που αφορούσαν τον κινηματογράφο, σε διάφορα στοιχεία και γεγονότα για την πόλη της Νέας Ορλεάνης, στα αγαπημένα ποτά του καθενός. Περισσότερο προσωπικά, και μάλλον περισσότερο επικίνδυνα, στοιχεία αποφεύγονταν, κάνοντας όλο αυτό να μοιάζει με μια πραγματική παρτίδα πόκερ.

«Μα, εσείς δεν μας είπατε, πώς καταλήξατε τελικά στην Νέα Ορλεάνη;», ρώτησε ο Κλιντ.
«Εμείς, βασικά…»
«Ραούλ», είπε απότομα ο Ρικάρντο.
«Με συγχωρείτε!», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την είσοδο. Οι άντρες γύρισαν το βλέμμα σε δύο κομψές δεσποινίδες που στέκονταν στην κορυφή της σκάλας και τους κοίταζαν. Η μια φορούσε ένα κίτρινο μακρύ φόρεμα με σχέδια λουλουδιών πάνω στο ύφασμα και η άλλη μια κίτρινη μακριά φούστα με μια μαύρη στενή μπλούζα από πάνω. Η περίτεχνη κόμμωση και των δύο δεν επηρεαζόταν καθόλου από τις βεντάλιες που ανέμιζαν στα χέρια τους.
«Καλησπέρα», είπε ο Τζόζεφ. «Περάστε.»
«Είναι εδώ το πάρτι του κύριου Τ.;», μίλησε πρώτη η ξανθιά δεσποινίδα με το φόρεμα. Στο χέρι της κρατούσε ένα μπουκάλι ξηρό τζιν.
«Σωστά, εδώ είναι. Έχετε τις προσκλήσεις σας;»
«Βεβαίως. Ορίστε.», ενώ έκαναν και οι δύο μια αέρινη κίνηση για να τις δείξουν στον μακρυμάλλη με το καπέλο.
«Εμμ, δεν χρειάζεται να μου τις δείξετε, δεν είμαι εγώ ο οικοδεσπότης. Μπορείτε, ωστόσο, να αφήσετε όσα πράγματα δεν χρειάζεστε μέσα, υπάρχει γκαρνταρόμπα. Μπορείτε επίσης να αφήσετε αυτό το μπουκάλι στο μπαρ.»
«Ευχαριστούμε», απάντησε η καστανή κοπέλα με τη φούστα, ακολουθώντας την άλλη που ήδη προχωρούσε προς το εσωτερικό του σπιτιού.

Ζανέτ / Ραούλ / Ρικάρντο / Κλέμεντιν / Τζόζεφ / Κλιντ

Γύρισαν σχεδόν αμέσως, κρατώντας από ένα ποτήρι τζιν με πάγο στα χέρια τους.
«Λοιπόν; Είμαι η Ζανέτ», είπε η καστανή κοπέλα.
«Κλέμεντιν», συστήθηκε και η ξανθιά, με ένα σοβαρό υπεροπτικό ύφος.
Οι άνδρες αράδιασαν ένας – ένας τα ονόματά τους, έχοντας ήδη σταματήσει την μεταξύ τους κουβέντα, μαγνητισμένοι όλοι πάνω στις μορφές των νεοφερμένων κοριτσιών. Τώρα κρατούσαν όλοι από ένα ποτήρι στο χέρι τους, με ουίσκι ή τζιν, μόνο ο Ρικάρντο έπινε σταθερά από το φλασκί του, ενώ τα πρόσωπά τους φωτίζονταν απαλά από το φως που έβγαζαν τα μικρά κρεμασμένα φανάρια.
«Από πού έρχεστε εσείς;» ρώτησε ο Ραούλ.
«Είμαστε από τη ρωσική ενδοχώρα, από ένα χωριό στη Σιβηρία»,
απάντησε η Ζανέτ. «Εγώ βρίσκομαι εδώ τον τελευταίο ένα μήνα, με φιλοξενεί η Κλέμεντιν.»
«Τι σχέση έχετε μεταξύ σας;»
«Είμαστε παιδικές φίλες, μεγαλώσαμε μαζί. Η Κλέμεντιν βρίσκεται εδώ τρία χρόνια ήδη.»
«Τέσσερα πλέον» παρενέβη η Κλέμεντιν. «Με φιλοξενεί μια θεία μου στη Νέα Ορλεάνη, και προσκάλεσα την Ζανέτ να έρθει εδώ για ένα νέο ξεκίνημα.»
«Με τι ασχολείστε, αν επιτρέπετε;», ρώτησε ο Κλιντ.
«Μα πού είναι, τέλος πάντων, ο οικοδεσπότης; Καθόλου ευγενικό εκ μέρους του να μη μας υποδεχτεί», είπε η Κλέμεντιν τινάζοντας με μια απότομη κίνηση την βεντάλια της.
«Κανείς μας δεν γνωρίζει», μίλησε ο Τζόζεφ. «Εγώ έφτασα πρώτος εδώ, το μεσημέρι, και το σπίτι ήταν ήδη ανοιχτό. Το μόνο που βρήκα ήταν αυτό, πάνω σε ένα από τα μπουκάλια του μπαρ», είπε βγάζοντας ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί από την τσέπη του. Το έδωσε στη Ζανέτ η οποία διάβασε δυνατά το σημείωμα που ήταν γραμμένο πάνω του:
«Ο κύριος Τ. σας εύχεται να περάσετε υπέροχα και να φύγετε ολόκληροι».
Κοιτάχτηκαν όλοι για μερικά δευτερόλεπτα. Η Ζανέτ δίπλωσε ξανά το χαρτί και το έδωσε πίσω στον Τζόζεφ.
«Κι εσείς; Πώς και ήρθατε νωρίτερα από όλους; Θέλω να πω, η πρόσκληση έλεγε να είμαστε εδώ στις 9 το βράδυ κι εσείς φτάσατε μεσημέρι» ρώτησε η Κλέμεντιν τον Τζόζεφ.
«Δυσκολεύομαι πάντα να υπολογίσω το χρόνο που θα χρειαστώ για να φτάσω σε μια συνάντηση. Έτσι, επειδή δεν θέλω σε καμία περίπτωση να αργήσω, είναι κάτι που μπορεί να μου χαλάσει όλη τη μέρα, κάποιες φορές ξεκινάω πολύ νωρίτερα και φτάνω και πολύ νωρίτερα στο ραντεβού που έχω. Άλλωστε, η δουλειά μου είναι εδώ δίπλα και, αντί να πάω πρώτα από το σπίτι και τελικά να καθυστερήσω, αποφάσισα να έρθω κατευθείαν εδώ.»
«Α, πολύ ωραία. Και που εργάζεστε;»
«Είμαι ηθοποιός. Δουλεύω τώρα πάνω σε μια βουβή ταινία, σε ένα στούντιο εδώ κοντά.»
«Βουβή! Λατρεύω τις βουβές ταινίες. Αν και πλέον έχει περάσει η μόδα τους, μου φέρνουν πάντα μια νοσταλγία, μου δημιουργούν μια ασφάλεια.»

Frank Sinatra, Ella Fitzgerald και Duke Ellington έμπαιναν κι έβγαιναν στη βεράντα, σε σειρά ή μερικές φορές μαζί, την ώρα που ο Τζόζεφ συνομιλούσε με τις δύο δεσποινίδες για το μέλλον του κινηματογράφου ή για την ποιότητα της τζαζ, ο Ραούλ στεκόταν σε μια γωνιά με τον Ρικάρντο στο πλάι του και ο Κλιντ παρατηρούσε γύρω του μέσα από τα μεγάλα γυαλιά του. Τα ποτήρια είχαν ήδη αδειάσει μια φορά και το δεύτερο γέμισμα στέρευε. Ο Ρικάρντο είχε επίσης γεμίσει το φλασκί του μια ακόμη φορά και συνέχισε να πίνει μεγάλες γουλιές από ντόπιο ουίσκι και να τραβάει μεγάλες ποσότητες καπνού από την πίπα του.
Τα νεύρα είχαν χαλαρώσει, οι ανεπαίσθητες κινήσεις που κάνει το σώμα στο ρυθμό της μουσικής είχαν ξεκινήσει από όλους και η μουσική φαινόταν σαν να δυνάμωνε σιγά σιγά από μόνη της, πνίγοντας κάπως τις ομιλίες σε κάθε τραγούδι που περνούσε. Ο Ρικάρντο πλησίασε την Κλέμεντιν.

«Δεν απαντήσατε τελικά. Με τι ασχολείστε εσείς;»
«Είμαι τραγουδίστρια», απάντησε η Κλέμεντιν.
Στα ηχεία έπαιζε Cheek to Cheek και αναπόφευκτα οι δυο τους άρχισαν να κουνιούνται ο ένας γύρω από τον άλλον.
«Μάλιστα! Και τι είδος μουσικής τραγουδάτε;»
«Ποπ.»
«Ποπ;!», έκανε ξαφνιασμένος ο Ρικάρντο. «Ποιο είναι αυτό το είδος;»
«Δεν γνωρίζω, αστειεύομαι. Τραγουδώ σε μικρά τζαζ μπαρ της πόλης τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν έχω καταφέρει ακόμα να κάνω κάποιο μεγάλο βήμα.»
«Κάνατε αυτή τη δουλειά και στον τόπο σας;»
«Όχι, είναι κάτι που ανακάλυψα πρόσφατα, όταν ήρθα εδώ. Τα πράγματα στην Ένωση δεν είναι καθόλου ευχάριστα, έτσι όταν έφυγα και αποφάσισα να μείνω στις Ηνωμένες Πολιτείες, άλλαξα τελείως τρόπο ζωής και ξεκίνησα να προσπαθώ για τα πράγματα που αγαπώ. Έτσι έπεισα και τη Ζανέτ να έρθει για μια νέα αρχή εδώ», είπε η Κλέμεντιν δείχνοντας τη Ζανέτ που εκείνη τη στιγμή ήδη πλησίαζε κοντά τους μαζί με τον Ραούλ.
«Έχεις βρεθεί σε άλλα μέρη πριν από εδώ; Ας αφήσουμε τις ευγένειες και τους πληθυντικούς, όπως φαίνεται θα περάσουμε αρκετό χρόνο εδώ», είπε ο Ρικάρντο σταματώντας να χορεύει και περιμένοντας τους άλλους να συμφωνήσουν.
«Ναι, πριν να έρθω, ταξίδεψα σε αρκετά μέρη του κόσμου, στην Ινδία, στην Κίνα, στην Ελλάδα. Τότε κατάλαβα ότι ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος για να μείνει κανείς όλη του τη ζωή σε ένα μόνο μέρος. Μα, αλήθεια, δεν έχω πάει ποτέ στην Ιταλία. Εσείς από ποιο μέρος της είστε;», είπε η Κλέμεντιν κοιτάζοντας τα δύο αδέρφια.
«Από τη Νάπολη /  Από το Πόρτο Φίνο», απάντησαν ταυτόχρονα ο Ρικάρντο και ο Ραούλ. Κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους.
«Πώς γίνεται αυτό;» ρώτησε η Ζανέτ.
«Βασικά, είμαστε ετεροθαλή αδέρφια. Έχουμε διαφορετικό πατέρα», ξεκίνησε ο Ραούλ.
«Μα, πραγματικά, δεν μοιάζετε καθόλου!»
«Άρα δεν μένετε μαζί; Δεν μεγαλώσατε μαζί;», συνέχισε η Κλέμεντιν. Τώρα ο Τζόζεφ και ο Κλιντ είχαν επίσης πλαισιώσει την τετράδα και άκουγαν τη συζήτηση που τους είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον.
«Όχι. Για την ακρίβεια, γνωριστήκαμε πριν μερικές μέρες», είπε ο Ραούλ κοιτάζοντας τους άλλους στα μάτια.
«Ραούλ…», έκανε ο Ρικάρντο. Ο Ραούλ έσκυψε στο αυτί του.
«Τις εμπιστεύομαι. Οι φάτσες τους είναι εντάξει.» είπε ψιθυριστά.
«Δεν ξέρεις τίποτα για αυτούς τους ανθρώπους. Θέλω να πω κοίτα πού είμαστε. Σε ένα άγνωστο πάρτι, σε ένα άγνωστο σπίτι, με άγνωστους ανθρώπους. Δεν μου φαίνεται καλή ιδέα.»
«Είναι εντάξει, εμπιστεύσου με.»
Ο Ρικάρντο σήκωσε τα χέρια του ψηλά σε μια κίνηση απόγνωσης λήγοντας έτσι την ψιθυριστή συνεννόηση μεταξύ τους. Ο Ραούλ γύρισε ξανά προς το μέρος των υπολοίπων που τόση ώρα τους κοίταζαν με ενδιαφέρον.


«Μισό λεπτό», είπε ο Κλιντ. «Αν γνωριστήκατε μόλις πριν μερικές ημέρες, τότε πώς καταλήξατε μαζί σε ένα ταξίδι στην Αμερική;»
«Εγώ θα ερχόμουν εδώ έτσι κι αλλιώς» έκανε ο Ρικάρντο. «Πιστεύω ότι εδώ θα έχω τις κατάλληλες γνωριμίες για να μπορέσω να ζήσω ως συγγραφέας. Βέβαια, όπως έγιναν τα πράγματα, δεν νομίζω πλέον να μείνουμε εδώ. Τέλος πάντων, συνάντησα τον Ραούλ στο πλοίο που με πήγαινε προς Νέα Υόρκη.»
«Ααα, άρα βρεθήκατε κατά τύχη. Και τι τύχη ε! Να βρεις τον χαμένο σου αδερφό!»
«Ναι, δεν έγινε ακριβώς έτσι», συνέχισε ο Ραούλ. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τον Ρικάρντο. «Ο Ρικάρντο με έσωσε πάνω στο πλοίο.»
«Σε έσωσε;»
«Ναι. Με είχαν αιχμαλωτίσει. Βλέπετε…», παύση αγωνίας, «είμαι γοργόνος. Όταν αγγίζω το νερό το σώμα μου, το σώμα που βλέπετε τώρα, μετατρέπεται σε σώμα γοργόνου, αποκτά λέπια, ουρά και βράγχια. Ο καπετάνιος του πλοίου θεώρησε καλή ιδέα να με φυλακίσει για να με πουλήσει σε κάποιο τσίρκο και να βγάλει μερικά χρήματα από αυτό. Πολλά χρήματα, όπως κατάλαβα. Ο Ρικάρντο, λοιπόν, με βρήκε έτσι, γνωριστήκαμε, μάθαμε για το κοινό παρελθόν που μας συνδέει και καταφέραμε με τα πολλά να ξεφύγουμε. Φτάσαμε μέχρι τη Νέα Ορλεάνη οδικώς, και λάβαμε μια παράξενη πρόσκληση, την ίδια που λάβατε κι εσείς, στο δωμάτιο του μοτέλ που μένουμε. Και τώρα είμαστε εδώ.»
Υπήρξε μια μικρή στιγμή που τα μάτια όλων είχαν μείνει ορθάνοιχτα, τα στόματα σφιγμένα και παγωμένα τα πρόσωπά τους. Αμέσως μετά αμήχανα γέλια ξέσπασαν δυνατά σε όλη τη βεράντα, αν και ο Ρικάρντο είδε φευγαλέα ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι να μπαίνει στην τσέπη του πουκαμίσου του Κλιντ.

Ένα δυνατό φύσημα στην τρομπέτα του Armstrong ακούστηκε από τα ηχεία και έσβησε αυτά που είχαν μόλις ειπωθεί, σηματοδοτώντας παράλληλα την έναρξη ενός πιο έντονου χορού από τους παράξενους καλεσμένους αυτού του παράξενου πάρτι. Ο Ραούλ αντάλλαξε ένα θολό βλέμμα με τον Ρικάρντο και ξεκίνησαν κι οι δύο να χορεύουν στο ρυθμό των κομματιών που έπεφταν το ένα μετά το άλλο, Armstrong, Elvis, Monk και ξανά απ’ την αρχή. Ο Ρικάρντο είχε ήδη αρχίσει να διαχέεται στον χώρο με το σώμα του, ο Τζόζεφ κινούταν με ταχύτητα και σπασμωδικά από τη μια πλευρά του κύκλου που είχαν σχηματίσει ως την άλλη, όλοι ταυτόχρονα έπιναν κι έπιναν, ενώ ο Ραούλ φούντωσε ένα μεγάλο πούρο που τόση ώρα βρισκόταν κρυμμένο στην τσέπη του. Ο χορός δεν σταματούσε, χόρευαν και χόρευαν κι όταν ο Κλιντ κουράστηκε, σχεδόν αμέσως, κάθισε ξανά σε μια από τις καρέκλες, κι όταν ο Τζόζεφ πήγε για λίγο μέσα και επέστρεψε, τραβήχτηκε με δύναμη από τον Ρικάρντο για να χορέψει και πάλι, κι όταν σχεδόν όλοι είχαν για κάποιο λόγο εξαφανιστεί από τη σκηνή, η Κλέμεντιν κι ο Ρικάρντο συνέχισαν να χορεύουν μόνοι και τρελαμένοι.

Τσαρλς και Άμπιγκέιλ
Πιοτρ

Τότε το κουδούνι, που ακούστηκε για άλλη μια φορά, απέσπασε την προσοχή όλων που έστρεψαν τα κεφάλια τους στην είσοδο, για να δουν τρεις ακόμα μορφές να ανεβαίνουν προς τη βεράντα. Ήταν μια ξανθιά κοπέλα με κόκκινο φόρεμα, ένας νεαρός κύριος με μακριά, κατσαρά μαλλιά κι ένας ψηλόλιγνος τύπος με κοντομάνικο πουκάμισο και μικρό καπέλο στο κεφάλι του.
«Καλησπέρα! Εδώ είναι το πάρτι του κύριου Τ.;», είπε η δεσποινίδα με το κόκκινο φόρεμα, χαμογελώντας και προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τη μουσική.
«Ναι, σωστά ήρθατε», απάντησε ο Τζόζεφ που είχε αναλάβει πλέον χρέη οικοδεσπότη.
Οι τρεις νεοφερμένοι προχώρησαν πιο μέσα και άρχισαν να συστήνονται με τους υπόλοιπους. Επρόκειτο για δύο ξαδέρφια, η ξανθιά κοπέλα και ο μακρυμάλλης, η Άμπιγκέιλ και ο Τσαρλς, που ήταν ντόπιοι, ζούσαν και εργάζονταν στην Νέα Ορλεάνη. Εκείνος ήταν δημοσιογράφος σε μια εφημερίδα ποικίλης ύλης, εκείνη δασκάλα σε ένα μικρό σχολείο που δεν ήταν και πολύ μακριά από εκεί που βρίσκονταν.

Ενώ, όμως, αυτοί γνωρίζονταν με τους καλεσμένους, ο τύπος με το καπέλο καθόταν πίσω από όλους και δεν μιλούσε, ούτε έκανε κίνηση για κάποια γνωριμία.
«Εσείς, κύριε;», του απηύθυνε το λόγο ο Ραούλ. Ο άντρας με το καπέλο έκανε τότε κάποιες απότομες κινήσεις με τα χέρια του στον αέρα.
«Είναι κωφάλαλος», είπε ο Κλιντ. «Ας βρούμε ένα κομμάτι χαρτί και ένα μολύβι για αυτόν τον άντρα!»
Από τα σημειώματα που έγραψε ο νεαρός αυτός άνδρας, αποδείχθηκε ότι λεγόταν Πιότρ, ερχόταν από τη Ρωσία, και είχε έρθει στο πάρτι ψάχνοντας στην ουσία τον ξάδερφό του, του οποίου νέα είχε να μάθει δύο ολόκληρες εβδομάδες, παρά το γεγονός ότι έμεναν σε διπλανά διαμερίσματα. Πέρα από αυτά, οι υπόλοιποι καλεσμένοι δεν μπόρεσαν να αποσπάσουν άλλη πληροφορία από τον Πιοτρ ολόκληρο το βράδυ.

«Έμαθα πως είστε συγγραφέας!», είπε φωναχτά η Άμπιγκέιλ λίγα μόλις λεπτά μετά την άφιξή της, πλησιάζοντας τον Ρικάρντο. «Τι γράφετε;»
Ο Ρικάρντο έκανε μια κίνηση και έβγαλε από την πίσω τσέπη του παντελονιού του δύο μικρές τσαλακωμένες σελίδες και τις έχωσε στο χέρι της Άμπιγκέιλ.
«Ορίστε, αυτά είναι μερικά ποιήματα δικά μου. Διαβάστε τα αν θέλετε». Ο ξάδερφός της, ο Τσαρλς, κοίταζε επίσης τα γραπτά πάνω από τον ώμο της Άμπιγκέιλ. Του έδωσε τη μια σελίδα και κράτησε να διαβάσει την άλλη.
«Γοργόνος!», αναφώνησε προσπαθώντας να συγκρατήσει το γέλιο της. «Τι παράξενος τίτλος για ποίημα.»
«Θέλω να με κάνεις εικόνα όσο το διαβάζεις», φώναξε από την άλλη άκρη ο Ραούλ, έχοντας φανερά χάσει τον έλεγχο, απ’ το συνδυασμό του ποτού και του πούρου που τόση ώρα κάπνιζε.
«…Να καταργήσουμε τα σύνορα…» μονολόγησε ο Τσαρλς που εκείνη τη στιγμή διάβαζε την άλλη σελίδα που είχε στο χέρι του. «Τι ενδιαφέρων στίχος κύριε Ρικάρντο.»
«Πραγματικά ενδιαφέρων!», είπε και η Άμπιγκέιλ κοιτάζοντας μία τον Τσαρλς και μια τον ιταλό ποιητή. Έδωσαν πίσω τις σελίδες και πήγαν μέσα να βάλουν μερικά ποτά.

Η βεράντα τώρα είχε πάλι μετατραπεί σε σκηνή, σώματα έρχονταν και σώματα έφευγαν, χόρευαν κι έπιναν, πήγαιναν μέσα κι επέστρεφαν για να χορέψουν κι άλλο, ποδοβολητά στο πάτωμα και καπνός στον αέρα. Οι ομιλίες είχαν πλέον σχεδόν σταματήσει, όλοι είχαν μάθει για όλους και κανείς δεν ήθελε να μάθει κάτι παραπάνω εκείνο το βράδυ. Σε κάθε παύση της μουσικής το μόνο που ακουγόταν ήταν οι κομμένες ανάσες και τα γέλια, τα βήματα που οδηγούσαν σε ένα ακόμη ποτό, τα βήματα που οδηγούσαν σε μια μικρή ξεκούραση σε κάποια καρέκλα.
Πρώτα τα κρουστά, μετά τα πνευστά του Sing Sing Sing άρχισαν να παίζουν επιβλητικά στα ηχεία. Ο Ρικάρντο φώναξε όσους έλειπαν εκείνη τη στιγμή, για να εμφανιστούν στη σκηνή. Ξεκίνησαν να κουνιούνται και να χορεύουν άναρχα, ο Τζόζεφ, η Ζανέτ, ο γίγαντας Ραούλ που κάποια στιγμή φώναζε μόνος του, ώσπου έκαναν έναν κύκλο με τα σώματά τους κι άφησαν να κατευθύνει τις κινήσεις τους ολοκληρωτικά η μουσική και ουρανός δεν υπήρχε, πάτωμα δεν υπήρχε, θάνατος δεν υπήρχε, μόνο τα πόδια τους που σφάδαζαν στο ρυθμό, μόνο τα χέρια τους που πήγαιναν να ξεκολλήσουν και να αποκτήσουν μόνα τους ζωή, μόνο καπνός και αλκοόλ που έτρεχε μέσα στο σώμα τους, γιατί βρίσκονταν εκεί;, ποιοι ήταν όλοι αυτοί;, ο χορός ο χορός ο χορός, και η σουίνγκ η σουίνγκ η σουίνγκ, και δεν υπήρχαν σύνορα στα σώματα, δεν υπήρχαν σύνορα στον υπόλοιπο κόσμο, δεν υπήρχε υπόλοιπος κόσμος, μόνο εκείνη η μικρή βεράντα, εκείνη η μικρή βεράντα ήταν ο κόσμος όλος για αυτό το λίγο του χρόνου και μέσα εκεί χωρούσαν τα πάντα κι έπρεπε να βγάλουν το κεφάλι τους ψηλά απ’ τον κύκλο για να πάρουν ανάσα κάτω από τον σκοτεινό έναστρο ουρανό, ζούσαν ο καθένας μόνος του για λίγο μέσα στον κύκλο και για λίγο δεν είχαν ταυτότητα, δεν ήξεραν ποιοι είναι, το μόνο που ήξεραν, και το ήξεραν καλά, ήταν το κοπάνημα του Benny Goodman στα ηχεία και το πώς έμπαινε μέσα στο σώμα τους σαν ηλεκτρικό ρεύμα και τους τίναζε και ποιοι ήταν, ποιοι ήταν, ποιοι ήταν, αφού έσβησε με ένα δυνατό τελείωμα η μουσική κι ακούστηκε από όλα τα στόματα ένα «ουφ!» και ανακατεύτηκαν οι ποτισμένες ανάσες με τη νυχτερινή δροσιά και την καταστροφή του κόσμου κι όλα τα σώματα λύθηκαν κατάκοπα, σαν κάποιος να σταμάτησε να τους δίνει ζωή και τα άφησε στη μοίρα τους να υπάρξουν.

Όσο κάποιοι συνέχιζαν να χορεύουν έξαλλα, μην ελέγχοντας πλέον τη μέθη τους, και κάποιοι κάθονταν ή περιφέρονταν ιδρωμένοι και κουρασμένοι προσπαθώντας να πάρουν μερικές ανάσες, όσο η Άμπιγκέιλ στεκόταν σε μια γωνιά με τον ξάδερφό της και μιλούσαν ψιθυριστά και μετά από λίγο ο Τσαρλς προχώρησε κι έμεινε στο εσωτερικό του σπιτιού για αρκετή ώρα, όσο ο Ραούλ μοιραζόταν ένα ακόμα πούρο με τον Πιότρ, έχοντας φανερά βρει κοινά σημεία συνεννόησης, χτύπησε για τελευταία φορά το κουδούνι του σπιτιού του κύριου Τ. Στο χώρο του πάρτι μπήκαν τότε δύο γυναίκες, μαυροφορεμένες, που φαίνονταν να είναι κι αυτές πολύ μπερδεμένες με το τι συνέβαινε.

Μίλησαν και συστήθηκαν με μερικούς από τους παρευρισκόμενους, ωστόσο δεν ακολούθησαν τους ρυθμούς τους, αλλά διεκδίκησαν αμέσως δύο καρέκλες του τραπεζιού και κάθισαν εκεί, ασχολούμενες κυρίως με έναν γάτο που τόση ώρα περιφερόταν στα πόδια των χορευτών και το ταμπελάκι στο λαιμό του πρόδιδε το όνομα Ντένις. Ανάμεσά τους φαινόταν να φουντώνει κάθε τρεις και λίγο μια μικρή ένταση, ειδικά τις στιγμές που η Κλαρίσσα Παραδείση, η νεότερη από τις δύο νεοφερμένες, μιλούσε με κάποιον άγνωστο προσκεκλημένο και η άλλη, η Νεφέλη Κάφκα, την σκουντούσε για να σταματήσει την κουβέντα που μόλις πήγαινε να γεννηθεί. Οι μόνες πληροφορίες που μπόρεσαν τελικά οι υπόλοιποι να μάθουν για αυτές τις γυναίκες ήταν ότι είχαν τη σχέση μητριάς – κόρης, ότι ο άντρας της οικογενείας είχε χαθεί πρόωρα και ότι υπήρχε κάποια σχέση καταγωγής με τη Ρωσία.

«Δεσποινίδες και κύριοι, παρακαλώ!», αναφώνησε ξαφνικά ο Τσαρλς διακόπτοντας το χορό του Ρικάρντο με την Κλέμεντιν, του μοναχικού Πιότρ, και κάνοντας όσους ήταν στο χώρο να στρέψουν τα μάτια τους πάνω του. «Βρήκαμε ένα ακόμα σημείωμα μέσα στο σπίτι.»
«Τι γράφει αυτή τη φορά;» ρώτησε η Κλέμεντιν πηγαίνοντας προς το μέρος του μακρυμάλλη δασκάλου.
«Κάποιοι ηθοποιοί παίζουν πολύ καλά τον ρόλο τους. Δεν είναι όλοι οι Ρώσοι αυτό που λένε. Κύριος Τ.», διάβασε δυνατά ο Τσαρλς.
«Μάλιστα. Πολύ παράξενα συμπεριφέρεται αυτός ο κύριος Τ.», είπε ο Ρικάρντο χωρίς ωστόσο να σταματήσει να κουνιέται με τη μουσική. Οι ομιλίες, που είχαν σιγήσει εκείνες τις στιγμές, φούντωσαν ξανά μονομιάς, παραβλέποντας επιδεικτικά το παράξενο επεισόδιο που μόλις είχε παιχτεί.

Η ώρα συνέχισε να κυλάει αργά, πολύ αργά, λες και ο χρόνος συμμετείχε κι αυτός σε εκείνο το πάρτι και είχε μεθύσει και ένιωθε αρκετά μεγαλόκαρδος για να αφήσει τους ανθρώπους να ζήσουν κι αυτοί αργά, να ζήσουν μερικές στιγμές επιπλέον, πράγμα που οι παρευρισκόμενοι εκμεταλλεύονταν συνεχίζοντας να χορεύουν, να μιλούν και να γελάνε μεταξύ τους, να πίνουν ή να παρατηρούν τους άλλους που έκαναν όλα αυτά.
Ο ρυθμός και η ένταση της μουσικής χαλάρωσε σιγά σιγά και πάλι, τώρα η Jo Stafford χάιδευε τα αυτιά τους με το You Belong To Me, ενώ οι περισσότεροι είχαν πλέον ριχτεί κουρασμένοι σε κάποια καρέκλα, πίνοντας τις τελευταίες γουλιές από το ποτό τους, και μερικοί τολμηροί συνέχιζαν να χορεύουν αργά, ενίοτε ερωτικά, ενίοτε ξεχασμένα. Σε λίγη ώρα βρίσκονταν όλοι γύρω από το μικρό τραπέζι της βεράντας, εξακολουθώντας να μιλάνε ακούραστα και νωχελικά, κανείς πλέον δεν στεκόταν καν όρθιος, ο Τζόζεφ έδειχνε να μην μπορεί να επικοινωνήσει πλήρως, ο Ρικάρντο καθόταν στο πάτωμα με την πλάτη και το κεφάλι του ακουμπισμένα στον τοίχο κι η Κλέμεντιν μόνη της, ξεκομμένη από τους υπόλοιπους, καθόταν σε μια καρέκλα και κάπνιζε ένα τσιγάρο κερασμένο από κάποιον, κοιτάζοντας στον ουρανό.

Κάποιος έριξε την πρόταση και ξεκίνησαν να παίζουν ένα παιχνίδι γνωστό από παλιά, ο κανόνας του οποίου ήταν να περιγράψεις ένα πρόσωπο που έχεις στο μυαλό σου απαντώντας σε ερωτήσεις των άλλων τύπου: «αν αυτό το πρόσωπο ήταν χρώμα, τι χρώμα θα ήταν;» Κι επειδή το εν λόγω πρόσωπο έπρεπε να είναι γνωστό σε όσους έπαιζαν το παιχνίδι, οι περιγραφές αφορούσαν τα άτομα που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο πάρτι, οπότε ο Ραούλ έγινε μωβ, η Ζανέτ επιδαπέδιο λεπτό φωτιστικό, ο Κλιντ έγινε λάμα κι ο Τσαρλς στενό μαύρο φόρεμα.
Κι όταν η ώρα είχε περάσει για τα καλά και τα βλέφαρα όλων είχαν γίνει τόσο βαριά που δεν μπορούσαν καν να τα κρατήσουν ανοιχτά, όταν οι ομιλίες είχαν ατονήσει τόσο που ίσα ακούγονταν και η νυχτερινή δροσιά πρόδιδε τον ερχομό των πρώτων πρωινών ωρών, αποφάσισαν πως ήταν πλέον ο καιρός να φεύγουν και χαιρετήθηκαν, χωρίς καμία υπόσχεση να βρεθούν ξανά κάποια στιγμή αργότερα, χωρίς κανένα στοιχείο για το λόγο που είχαν βρεθεί τελικά σε εκείνο το τόσο παράξενο πάρτι, αλλά με εκείνη τη βαριά αίσθηση πως επιστρέφουν ξανά στις ζωές τους, τις τόσο παράξενες ζωές τους, που είχαν ωστόσο για λίγο ξεχάσει.

—— Τι γίνεται μετά; ——


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s