-στα λόγια ο Σπύρος Μάρκος
Είναι παράξενο να ξέρεις,
Πως από την στιγμή που γεννήθηκες,
Είσαι καταδικασμένος να μην πετάξεις ποτέ,
Να ξέρεις πως την στιγμή της γέννησής σου θα σε δέσουν χειροπόδαρα επί της γης
Και θα σταθείς για πάντα εκεί,
Ένα αιωνόβιο δέντρο με μακρές σερνόμενες ρίζες.
Είναι παράξενο να ξέρεις,
Πως για πάντα θα περπατάς με πόδια κολλημένα στις λάσπες,
Και όταν τα πόδια σου χορτάσουν τις λάσπες αυτές,
Σειρά θα έχουν τα χέρια σου, ύστερα το στόμα σου μέχρι να έρθει το Τέλος
Και η αναμενόμενη σιωπή.
Και όταν πια θα έχεις θαφτεί με τις λάσπες αυτές, κάποιος άλλος θα έρθει να πάρει την θέση σου.
Είναι παράξενο να ξέρεις,
Πως οι λάσπες που πατάς
Είναι οι ίδιες με τις οποίες κάποτε θα χτίσεις το σπίτι σου,
Και ΄κει που θα ΄θελες να βλέπεις τον ουρανό και τους αγαπημένους σου αστερισμούς
Θα βλέπεις τα σαπισμένα ξύλα που σε περικλείουν μέσα στην φυλακή σου.
Θα ελπίζεις σε μία φωτιά,
Να έρθει και να κάψει το μέρος που μένεις.
Να βάλεις τα χέρια σου στις αδέσποτες αυτές φλόγες,
Να γεμίσεις τα μάτια σου με τις φλόγες αυτές
Ύστερα την γλώσσα,
Μέχρι οι φλόγες να γίνουν ένα με το σώμα σου
Στο νου μου φέρνω την εικόνα σου.
Θα ήθελα να σου χαρίσω τα φλεγόμενα μου μάτια,
Μα βλέπεις, η φλόγα δεν ήρθε ποτέ.
Η φλόγα δεν ήρθε ποτέ.
Έλα λοιπόν και κάψε με!
Κάψε τα σαπισμένα μου μάτια.
Στο τέλος τι μένει;
Ένα ηλίθιο τέλος σε αυτήν την βλακώδη ύπαρξη;
Ή
Μία απέραντη σιωπή;
Θα αγκαλιάσω τις σταγόνες τις βροχής
Και θα με φέρουν πίσω.
Πίσω στις λάσπες από όπου με έφτυσαν στην αρχή
Και θα γυρίσω να με φτύσω εγώ αυτήν την φορά.
Έως ότου φυτρώσει κάτι απάνω μου από το οποίο θα μπορέσω να τραφώ.
-Φωτογραφία από Pinterest–