Ανάποδα [ 1 ]


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης

Υπήρξε κάποτε ένας καιρός που ο ουρανός όντως κατέρρευσε στα κεφάλια των ανθρώπων, συνέθλιψε τα σάπια από καιρό στηρίγματα, ενώθηκε με τη γη, ουρανός και γη έγιναν ένα, κανείς δεν ξεχώριζε το πάνω από το κάτω, το μέσα από το έξω, κανείς δεν ήξερε πώς έκλεισε ο κύκλος, κι ας περίμεναν από καιρό την κατάρρευση, ας κρατούσαν επιφυλάξεις.
Υπήρξε ο καιρός που οι άνθρωποι δεν ήξεραν πλέον τι να κάνουν με αυτό το μείγμα γης και ουρανού, φως και σκοτάδι ένα, έτσι που δεν ξεχώριζαν ποιο ήταν τι, δεν μπορούσαν να θέσουν τα στεγανά, τα όρια, κατέρρευσαν οι ταυτότητες, διαλύθηκε η ύπαρξη, όλα ήταν ένα, κι ο κόσμος ήταν ανώριμος και ανήμπορος να ζήσει μέσα στο χάος.
Το χάος που υπήρχε πάντα εκεί, τώρα εμφανιζόταν αποφασιστικά στον κόσμο.
Σε έναν τέτοιο καιρό, οι άνθρωποι έγραψαν αυτή την ιστορία.


Ο Χαρακτήρας γεννήθηκε και μεγάλωσε στα προάστια της πόλης. Ήταν σωστός μαθητής και γιος, διάβαζε όταν έπρεπε, διασκέδαζε και χαζολογούσε όταν έπρεπε. Ενώ όλοι γύρω του τού λένε πως ό,τι αναλαμβάνει το φέρνει σε πέρας και πως τους στόχους του πάντα τους διαχειρίζεται με επιτυχία, αυτός στις επιλογές του δεν τα πάει καλά, αφού ό,τι ξεκινά μετά από κάμποσο καιρό θέλει να το παρατήσει και δεν το στηρίζει. Το γεγονός ότι τελειώνει καμιά φορά κάτι, μάλλον οφείλεται στο σπρώξιμο που δέχεται από τους άλλους.
Ο Χαρακτήρας είναι φοιτητής σε μια σχολή της οποίας το αντικείμενο βαριέται θανάσιμα. Πηγαίνει εκεί μονάχα για να τρώει δωρεάν.
Μιλά μόνο μια γλώσσα, τη δική του, κι ας τον είπαν τεμπέλη που δεν έμαθε άλλη, αυτός δεν ήθελε να ξέρει να μιλά και με άλλο τρόπο.
Αγοράζει εισιτήρια για ταινίες που δεν έχει σκοπό να δει ποτέ, αφού μόλις περάσει την είσοδο του σινεμά που βρίσκεται στον πάνω όροφο του κεντρικού εμπορικού, κάθεται σε ένα ατομικό καναπεδάκι που βρίσκεται εκεί και χαζεύει πίσω από την μεγάλη τζαμαρία τον κόσμο που περνά από κάτω και τα καταστήματα που είναι ανοιχτά με τα πολλά φώτα. Μετά φυλά αυτά τα εισιτήρια σε ένα μικρό κουτί που βρίσκεται στο ντουλάπι της βιβλιοθήκης του.
Έχει αρχίσει να καπνίζει. Πολύ.
Περνά πολλές ώρες να κοιτάζει βιβλία και να λέει ότι θέλει να τα διαβάσει αλλά σπάνια παίρνει όντως κάποιο. Είναι και τόσα πολλά που δεν θα προλάβει άλλωστε να τα διαβάσει όλα, οπότε γιατί να κάνει τον κόπο;
Λατρεύει τα πάρκα κι εκείνο το πανέμορφο άγαλμα που στέκεται ψηλά, πάνω από το παλιό κτήριο και που, αν το κοιτάξει κανείς από πίσω, έχει μια απίστευτη κίνηση. Θαρρείς πως είναι ζωντανό.
Η κοινωνική του ζωή είναι οριακή αφού, εκτός από λίγους φίλους και την κοπέλα του, δεν ασχολείται να γνωρίσει νέους ανθρώπους.
Έχει όνειρα τα οποία όμως δεν μοιράζεται με κανέναν ολόκληρα γιατί πιστεύει ότι είναι χάσιμο χρόνου και ενέργειας.
Και κάτι ακόμη: τελευταία άρχισε να βλέπει, κυριολεκτικά, τα πράγματα από στραβά έως ανάποδα.

Συνεχίζεται-

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s