-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Πέρασε το κορδόνι μέσα από τη θηλιά και το τράβηξε με δύναμη. Έκανε ακόμη έναν κόμπο πάνω από τον άλλον γιατί καμιά φορά του λύνονταν και του έβγαινε το παπούτσι. Κοίταξε γύρω του, καθισμένος στον καναπέ, κοίταξε γύρω ολόκληρο το σπίτι και σήκωσε την κούπα του για να πιει μια γουλιά ζεστό καφέ. Έβλεπε σε χρονική αναδρομή τον εαυτό του τις υπόλοιπες μέρες που δεν είχε κάτι ιδιαίτερο στο πρόγραμμα, κάτι που να του σπάει τη ρουτίνα. Κοίταξε την εκδοχή του να έρχεται από την κουζίνα και να ανοίγει την μπαλκονόπορτα για να μπει φρέσκος, κρύος, χειμωνιάτικος αέρας. Είδε την εκδοχή του να διασχίζει το χολ και να γράφει με κιμωλία στον μικρό πίνακα δίπλα στην πόρτα υποχρεώσεις που δεν έπρεπε να ξεχάσει ή να σχεδιάζει σκιτσάκια και ζωγραφιές. Είδε να τακτοποιεί τις σημειώσεις του που ήταν πάντοτε κρυμμένες καλά μέσα σε ένα συρτάρι της βιβλιοθήκης. Αυτά δεν είχαν σημασία όμως σήμερα γιατί σήμερα το πρόγραμμα ήταν πολύ διαφορετικό και κυρίως απρόβλεπτο και αγχωτικό. Σήμερα το μόνο που μπορούσε να κάνει προς το παρόν για να νιώσει καλύτερα ήταν να πίνει τον ζεστό καφέ του παρέα με ένα στριφτό τσιγάρο και τον ήχο της τζαζ από το πικάπ. Ποιες υποχρεώσεις και ποια μικρά προβλήματα τώρα. Σε μεγάλες καταστάσεις, καταστάσεις που φέρνουν αλλαγή, αποκάλυψη, εξομολόγηση, τα άλλα μοιάζουν μικρά κι ας τυραννούν τους ανθρώπους όποτε βρίσκουν την ευκαιρία και όποτε θρονιάζεται η ρουτίνα.
Είχε περάσει μια ημέρα, μια νύχτα ή ίσως μια εβδομάδα από το τρομακτικό βράδυ και τον νυχτερινό περίπατο, την ώρα αυτή που έκλεινε ξανά και διπλοκλείδωνε πίσω του την πόρτα. Καθρέπτη δεν τόλμησε να κοιτάξει όλον αυτόν τον καιρό. Περνούσε από μπροστά και γύριζε το κεφάλι και έκλεινε τα μάτια.
Σαφέστατα και τα νέα γι’ αυτό που του συνέβαινε είχαν απλωθεί, τόσο που είχαν φτάσει στα αυτιά των γονιών του. Ο ίδιος δεν είχε πει τίποτα γιατί φοβόταν τις αντιδράσεις, μα τελικά οι αντιδράσεις τον βρήκαν. Η μάνα του τον είχε πάρει αμέσως τηλέφωνο όταν το έμαθε, μέσα στο άγχος και τον πανικό. Και να τα «πώς είσαι αγόρι μου, είσαι καλύτερα;» και τα « έλα εδώ σε παρακαλώ, στο σπίτι σου, εμείς θα σε φροντίσουμε, θα σε φροντίσουμε.» Εκείνος αρνιόταν όσο πιο ευγενικά μπορούσε, μα πού και πού του ξέφευγε και λίγος θυμός παραπάνω.
Κατέβηκε τις σκάλες της πολυκατοικίας και κοίταξε την ώρα στο μεγάλο ρολόι του τοίχου αγχωμένος, όχι γιατί μπορεί να αργούσε αλλά επειδή όσο κινούταν ο δείκτης τόσο πλησίαζε το ραντεβού.
Κλασικά πια, ο καιρός έξω μουντός, ανήμπορος να πει αν είναι πρωί ή απόγευμα, συννεφιασμένος βγαλμένος από τραγούδι των Portishead. Περπάτησε και περίμενε υπομονετικά στη στάση το λεωφορείο, που ήταν προφανές ότι θα καθυστερήσει, ώστε να φτάσει στην άλλη μεριά της πόλης, σε κάτι άγνωστα προάστια όπου βρισκόταν το γραφείο. Αυτός πάντως δεν είχε δώσει λεφτά ούτε για κάρτα, ούτε για εισιτήρια οπότε ας αργούσε όσο ήθελε το ρημάδι το λεωφορείο.
Μετά από διαδρομή που πρέπει να κράτησε τουλάχιστον μια ώρα, αφού την είχε μια κίνηση, και πολλά, πολλά τραγούδια στο ραδιόφωνο και αλλαγές στους σταθμούς κατέβηκε και προχώρησε κάμποσα μέτρα, ως ένα κατάστημα όπου είχαν ορίσει από κοινού με τον Π. για να συναντηθούν. Το γραφείο του γιατρού δεν ήταν πολύ μακριά από εκεί, κι ανάθεμα κι αν ήξερε τι σόι γιατρός ήταν. Τα είχε κανονίσει όλα ο φίλος του. Πήρε τηλέφωνο, έμαθε, έκλεισε ώρα και μέρα και του ανακοίνωσε το ραντεβού. Τώρα θα τον έβρισκε εκεί μετά το σχόλασμα από τη δουλειά του για να πάνε μαζί στον γιατρό και να μειωθεί κάπως το άγχος.
Ακριβώς για να μην υπάρχει αυτό το άγχος στηρίχτηκε σε έναν μαρμάρινο περβάζι του δρόμου και έστριψε ακόμη ένα τσιγάρο. Άναψε και κοιτούσε όλη αυτήν την κίνηση και τη βαβούρα και τους ανθρώπους που έτρεχαν γύρω γύρω αλαφιασμένοι. Περίεργο αλλά αυτός ο χαμός πολύ συχνά τον ηρεμούσε πολύ, σε σημείο που θα μπορούσε και να κοιμηθεί εκεί που βρισκόταν. Μετά γύρισε το βλέμμα του στις μεγάλες, απειλητικές πολυκατοικίες που γέμιζαν τον ουρανό και τον ορίζοντα και, έτσι γκρίζες που ήταν, του θύμιζαν για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένα γκρίζο Βερολίνο αν και δεν είχε πάει ποτέ του στο Βερολίνο. Και έφτασε ο Π. και με δυο κουβέντες προχώρησαν προς το ιατρείο.
Ανέβηκαν τις σκάλες μιλώντας ψιθυριστά και στον δεύτερο όροφο χτύπησαν το κουδούνι για να τους ανοίξει η γραμματεία του γιατρού και να συμπληρώσουν έπειτα κάποια απαραίτητα στοιχεία σε ένα ερωτηματολόγιο. Τυπικότατα όλα. Ασυνήθιστο. Αφού περίμεναν καθισμένοι στον καναπέ του σαλονιού, όχι πολύ, κάνα εικοσάλεπτο, βγήκε και ο γιατρός από το γραφείο του καλώντας τον ασθενή μέσα.
«Ποια είναι τα συμπτώματα;» ρώτησε κοιτώντας τον νεαρό στα μάτια και ενώνοντας υπομονετικά τις παλάμες του, ενώ καθόταν πίσω από το γραφείο του και έγνεφε να κάνει κι ο εξεταζόμενος το ίδιο. Ο νέος πήρε μια βαθειά ανάσα να καταπιεί την αμηχανία και μίλησε.
«Εδώ και πολλούς μήνες βλέπω τα πράγματα ανάποδα.» είπε και περίμενε την αντίδραση. Περίμενε μια έκπληξη, ένα γούρλωμα στα μάτια, κάτι. Ο γιατρός έκανε μόνο ένα «μμμ» κι ύστερα μόρφασε κατεβάζοντας τα μάτια και φανερώνοντας ότι βυθιζόταν σε σκέψη. Του έκανε νόημα να συνεχίσει.
«Βλέπω τα γράμματα μπερδεμένα, τις λέξεις ανάποδα, ακόμη και τον εαυτό μου τον βλέπω αντίθετα τώρα» είπε ξανά ο νέος.
Ξανά σε σκέψεις ο γιατρός. Κι ύστερα μίλησε: «Θα κάνουμε μερικά τεστ εδώ για να δούμε πόσο έχει προχωρήσει η ασθένεια και ύστερα θα σε εξετάσω περαιτέρω.» Χωρίς να περιμένει απόκριση σηκώθηκε και άρχισε να υποδεικνύει λέξεις και αντικείμενα σε έναν πίνακα ή μέσα στο γραφείο ολόγυρα. Ύστερα έφερε το στηθοσκόπιο του, ένα αντικείμενο του οποίου η μία άκρη ακουμπούσε στο στήθος του εξεταζομένου και την άλλη, που είχε δύο μεγάλες διόπτρες, σαν κιάλια, την έφερνε ο γιατρός μπροστά από τα μάτια του. Αυτές οι δύο άκρες συνδέονταν μεταξύ τους με ένα καλώδιο. Με αυτό το εργαλείο μπορούσε ο γιατρός να δει τι έχεις μες στο στήθος σου. Ακολούθησε, λοιπόν, η τυπική διαδικασία με τον γιατρό να κοιτάζει συνέχεια μέσα από το στηθοσκόπιο και να μετακινεί την άλλη του άκρη σε διάφορα σημεία του στήθους του νέου, ενώ ήταν όλο «μμμ» και «αχα».
Τέλος της εξέτασης και τώρα είχε σειρά η ετυμηγορία και η θεραπεία που έπρεπε να χορηγηθεί.
Ξεκίνησε ξανά ο γιατρός ενώ καθόταν για άλλη μια φορά πίσω από το γραφείο του στην άνετη καρέκλα.
«Καταλαβαίνεις φυσικά ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα βλέπεις. Ξέρω πως αυτό σε βασανίζει και σου δημιουργεί πρόβλημα με τον εαυτό σου και τους άλλους.» Παύση. «Κι από αυτά που είδα στο στήθος σου αντιλαμβάνομαι πως το παρελθόν σου και οι εμπειρίες σου έχουν παίξει μεγάλο ρόλο στην παρούσα ασθένειά σου. Είναι λογικό δηλαδή, μην ανησυχείς, εξηγείται από αυτό.» Μεγάλη παύση. «Σημασία έχει τώρα να μην αφήσεις αυτό το πράγμα να σε επηρεάσει στο πώς βλέπεις τον κόσμο. Στο εξής, θα δίνεις σημασία σε εκείνα που βλέπεις σωστά, όπως τα βλέπουν κι άλλοι, θα περιφρονείς τη συννεφιά, θα διαβάζεις τα γράμματα όπως σε συμβουλεύουν οι ειδικοί. Στο μεταξύ, προς βοήθειά σου αλλά και για την αποτελεσματική θεραπεία σου, θα σου γράψω μια συνταγή για γυαλιά τα οποία είναι ειδικά για την περίπτωσή σου. Θα τα φοράς στην αρχή συνέχεια μέχρι να αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο όπως πρέπει κι έπειτα όποτε νιώθεις πως αυτή η αστάθειά σου επανέρχεται. Μην ανησυχείς καθόλου, αν κάνεις ακριβώς αυτά που σε συμβουλεύω, σύντομα θα επανέλθεις στην φυσιολογική σου κατάσταση κι ο κόσμος γύρω σου θα γίνει πάλι λογικός».
–Συνεχίζεται-