Ανάποδα [ 7 ]


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης

Πολλές φορές μέσα στην εβδομάδα ο νέος ξυπνά, τινάζει τα σκεπάσματα από πάνω του με το δεξί του χέρι και κατεβαίνει από τη μια πλευρά του κρεβατιού. Στην κουζίνα, πιάνει μια κούπα με το αριστερό του χέρι και με το άλλο ρίχνει μέσα τον καφέ. Μετά ετοιμάζεται, βγαίνει από το σπίτι και κλειδώνει πίσω του την πόρτα με το αριστερό του πάντα χέρι, αφού είναι και αριστερόχειρας.
Καθώς πλέον πηγαίνει συχνά στη σχολή του για να παρακολουθεί τα μαθήματά του, ο ήλιος λάμπει στον ουρανό, αφού έχει φτάσει η άνοιξη, χωρίς να λείπουν πού και πού κάποιες σύντομες εμφανίσεις συννεφιάς. Αυτός μονάχα κοίταζε τον ήλιο.


Οι «Επιγραφές» και τα «Περίπτερα» είχαν επιστρέψει, το λεωφορείο δεν άλλαζε καθόλου τον αριθμό του. Το κυριότερο, γιατί φρόντισε να το εξετάσει αμέσως, ήταν ότι ο εαυτός του, το είδωλό του είχε επιστρέψει ξανά στον καθρέπτη, ίδιο σχεδόν με παλαιότερα· το μόνο που είχε διαφορετικό ήταν εκείνα τα παράξενα γυαλιά που δεν έβγαζε ποτέ από τα μάτια του. Κι ήταν παράξενα γιατί, ενώ όταν τα κοίταζε κανείς φευγαλέα, επιφανειακά, έμοιαζαν πράγματι σαν τυπικά γυαλιά οράσεως, μα αν πρόσεχε τους φακούς τους και κοιτούσε από μέσα τους, δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα πίσω τους. Σαν να υπήρχε ένα απόλυτο κενό, αν υπήρχε το τίποτα. Τη δουλειά τους ωστόσο την έκαναν.
Πήρε καιρό μα ευτυχώς όλα τα πράγματα έμοιαζαν πλέον κανονικά, χωρίς να μπλέκονται και να αλλάζουν, οι άνθρωποι πιο γαλήνιοι και βατοί κι οι σχέσεις μαζί τους το ίδιο. Ένας εφιάλτης, μια ανάμνηση, ένας πολύ βαθύς ύπνος, που μοιάζει αληθινός μαζί με το όνειρό του, και το απότομο και τρομακτικό ξύπνημα που τον ακολουθεί, έμοιαζε να είναι όλη αυτή η προηγούμενη κατάσταση που είχε περάσει. Φορώντας τα γυαλιά ο κόσμος γύρω ηρεμούσε και τα πράγματα δεν έπαιρναν παράξενα σχήματα, ούτε άλλαζαν θέσεις, ούτε υπήρχαν συγκρούσεις. Ένιωθε κι αυτός πιο σίγουρος, πως καταλάβαινε πλέον τον κόσμο.


Καιρό με τον καιρό, μάθημα στο μάθημα, καφέ με τον καφέ οι παρέες άρχισαν να κυλούν προς το μέρος του. Γνώριζε συνεχώς νέο κόσμο και άρχισε πλέον να βρίσκει κοινούς τόπους και να παρατηρεί ότι οι άνθρωποι πολλές φορές εξέφραζαν πράγματα, που καθόλου δεν συμφωνούσαν με το παρελθόν του, το οποίο ποτέ δεν εκμυστηρευόταν, μα τώρα τα κατανοούσε. Στα τραπέζια των συζητήσεων κάποιες φορές απέστρεφε το βλέμμα και κοιτούσε στο άπειρο, νιώθοντας μια θέρμη, ένα ζεστό κύμα αίματος μαζί με γερή δόση συναισθήματος να γεμίζει το στήθος του και να ανεβαίνει ως το κεφάλι του, προκαλώντας του μεγάλη ευφορία. Γιατί μπορούσε τώρα να μοιράζεται και να κατανοεί, χωρίς να κάνει υπερπροσπάθειες για να συνεννοείται ακόμη και για τα πιο καθημερινά πράγματα. Πρώτα πρώτα γιατί υπήρχε η ίδια όψη για τον κόσμο.
Το να ανήκει είναι εγγενές στο ζωντανό, όμως ο άνθρωπος το μπερδεύει πολλές φορές με την ομοιότητα.

Συνεχίζεται-

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s