Τέσσερα λογάκια που πρέπει να ξέρεις για μένα προτού δε με ξαναδείς / Τέσσερα ίχνη
-στα λόγια ο Σταμάτης Παρασκευάς
*υπάρχει κι η εκδοχή που ο άσωτος επιστρέφει βράδυ σπίτι, όπως βράδυ ήταν όταν έφυγε.
«Ήταν βράδυ και κοιμόνταν όλοι και το ‘σκασα. Δεν ήξεραν πού πάω».
Αλλά κυρίως εκείνος δεν ήξερε. Τώρα που γύρισε και που ήταν η πόρτα ανοιχτή μισάνοιχτη όπως όταν περιμένεις να επιστρέψει η γάτα από τον κήπο –άραγε εκείνον περιμένανε ή καμιά γάτα; Γλίστρησε στο σπίτι. Όλοι κοιμόνταν. Άφησε ένα σημείωμα στο ψυγείο: «Δεν μπορώ να είμαι ευτυχισμένος. Δε σημαίνει πως νικήσατε. Έστω μακριά σας δεν είμαι δυστυχισμένος». Κλισεδάκι απ’ αυτά που πέρα από την πόρτα του ψυγείου κάνουν θραύση σε τοίχους προφίλ των social media.
Το κόλλησε με ένα μαγνητάκι, άνοιξε το ψυγείο και πήρε μια σοκολάτα για το δρόμο, ο μόσχος ο σιτευτός ο ολόδικός του. Άναψε το φως. Έπαιξε λίγο με το ανοιγοκλείσιμο της πόρτας, για να δει πού ανοίγει και πού κλείνει το φωτάκι. Άκουσε ένα κουδουνάκι. Πλησίασε στην εξώπορτα. Μια γάτα τελικά με ένα κουδουνάκι. Βγήκε. Εκείνη γλίστρησε μέσα. Έκλεισε την πόρτα.
Κοντοστάθηκε και μασούλησε τη σοκολάτα για λίγη ώρα στο κατώφλι. Πίσω του το σπίτι που μεγάλωσε, μπροστά ο δρόμος.
Τα μαλλιά του, τα γένια του γέμισαν αγκάθια, το δέρμα του αγρίεψε σαν φλοιός δέντρου, στη ματιά του σκόνταφτε η σκιά της νύχτας.
Κοίταξε ψηλά στα παράθυρα των δωματίων. Στο ένα είχε φως. Στο παράθυρο στεκόταν η γάτα κι η μικρότερή του αδελφή. Τον κοίταξε στην ψυχή έτσι που τον έκανε να πιστέψει πως είχε για μια τελευταία φορά. Ήταν μια συγχώρεση κι αυτό το βλέμμα. Κι ίσως η επανάσταση της μικρής αδελφής του στην οικογένεια. Στα αυτιά αντηχούσε το κουδουνάκι. Δάγκωσε λίγη σοκολάτα. Δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Κι ούτε χρειαζόταν.
Ξεμάκρυνε. Έπρεπε να ευχαριστήσει για τη σοκολάτα στο σημείωμα. Δεν τους ευχαρίστησε ποτέ. Κι ούτε χρειαζόταν. Γλίστρησε μες στην νύχτα.
–φωτογραφία από Pinterest–