-στα λόγια ο Γ. Σ. Αλεξάνδρου
Αποφάσισα απόψε να γδύσω την ψυχή μου.
Το σώμα γδύνεται πλέον εύκολα τριγύρω
μα θέλω να δεις την αλήθεια μου
μπας και τρομάξεις και συνέλθεις.
Πόνεσα στα χρόνια του παιχνιδιού
το κρύο της μοναξιάς με έκανε αναίσθητο
στα χτυπήματα
μα όταν περνούσε η επίδραση υπέφερα
κι άντε να επανέλθω πάλι
λαχανιασμένος έτρεχα να προλάβω
τον Αύγουστο
στο ενδιάμεσο έπεφτα
έπεφτα πολύ
δεν είχα στράτα ούτε μπιμπερό
είχα βράχια και όχθες
είχα δάση και γρυλίσματα
κι ό,τι με πλησιάζει από τότε το φοβάμαι
προτιμούσα να κυνηγώ όσους με απορρίπτουν
εκεί αισθανόμουν πάντα οικειότητα
κι έχανα χρόνια, χάδια, αγάπη, ζωή
ψάχνοντας χρυσό στα σκουπίδια.
Μιλώ ήπια και μέσα μου ουρλιάζω
είναι το κλάμα που έπνιξα.
Στα μήλα τα παιδάκια με απέφευγαν
κι έτσι εγώ ζωγράφιζα κόσμους
στους οποίους ήμουν ήρωας
εδώ μετρούσαν την αξία μου
απ’ τα φτηνά και λίγα ρούχα μου
φόβος εκεί έξω
γιατί οι ώμοι μου δεν μπόρεσαν
να σηκώσουν την παραμέληση
του κόσμου την απόρριψη για εκείνα που δεν έφταιγα
και το παιδί παίρνει τον πόνο ως αλήθεια
κι ύστερα γίνεται ενήλικας μονάχα στην ταυτότητα
με το στοιχειό να εκκρεμεί
Έπειτα μου είπες
«Την είδες ποιητής»
μου είπες
«Το παίζεις πνεύμα»
μου είπες
«Ανησυχώ που γράφεις».
Κι εγώ σου λέω
«Άντε γαμήσου».
–φωτογραφία από Pinterest–