-στα λόγια ο Γ. Σ. Αλεξάνδρου
Στέκεται ο ποιητής
Πάνω απ’ τα ξύλα
Που καπνίζουν
Μόλις ξέμεινε
Από ανάσες
Και Έσβησε η φωτιά
Που για δεκαετίες
Εκείνος συντηρούσε
Πενθεί τη φλόγα
Που Έσβησε
Πενθεί
Τη φλόγα
Που δεν στάθηκε
Λίγο μόνη φουντωμένη
Να ξαποστάσει έτσι
Και εκείνος
Να απολαύσει ξένοιαστος
Τη ζεστασιά της.
Πενθεί και κλαίει
Ο ποιητής
Και εκεί καθώς
Η θλίψη τον έπνιγε
Ανασηκώνει το βλέμμα του
Μαζεύει τα δάκρυα του
Κι Αντιλαμβάνεται Το πάθος και τη δύναμη
Την υπερπροσφορά του
Να μείνει η φλόγα ζωντανή
Σε αντίξοες συνθήκες.